Σημειώσεις και σκέψεις πάνω στο κείμενο των Blaumachen “Μια σύντομη κριτική της αυτοοργάνωσης στην Ελλάδα”

• Στο κείμενο αναφέρεται «το κράτος αποσύρεται από την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναµης µε τη μορφή της πρόνοιας» . Ο όρος αναπαραγωγή έχει διπλό χαρακτήρα. Αφορά αφενός το βιολογικό κομμάτι , αφετέρου το αμιγώς οικονομικό την καθεαυτή εργασιακή δύναμη. Σύμφωνα με την μαρξική προσέγγιση η οικονομία χωρίζεται σε δύο κομμάτια, στο αναπαραγωγικό και στο μη αναπαραγωγικό . Αναπαραγωγικό είναι εκείνο το κομμάτι της οικονομίας που παράγει τα εμπορεύματα , τα οποία εισέρχονται άμεσα ή έμμεσα στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, η οποία είναι και το μοναδικό αναπαραγωγικό εμπόρευμα. Έτσι διαμέσου αυτής εισέρχονται στην παραγωγή και όλων των υπόλοιπων εμπορευμάτων. Κατά συνέπεια η ύπαρξη αυτού του κομματιού της οικονομίας αποτελεί την υλική βάση για την αναπαραγωγή όλου του οικονομικού κοινωνικού πολιτικού πλέγματος της εξουσίας. Το κράτος ανήκει στο μη αναπαραγωγικό κομμάτι της οικονομίας, και άρα δεν αναπαράγει την εργασιακή δύναμη , αλλά καπιταλιστικές δομές.

• Η νεοκλασική οικονομική από τα πρώτα πράγματα που κάνει σαφή είναι σχηματικός διαχωρισμός ανάμεσα στον κόσμο του χρήματος και στον κόσμο της πραγματικής οικονομίας. Επίσης από τα πρώτα πράγματα που μας κάνουν σαφή διαμέσου του ορισμού του χρήματος είναι ότι η ύπαρξή του είναι «φυσικό» γεγονός. Ο κόσμος του χρήματος έχει να κάνει με την συζήτηση περί γενικού ισοδύναμου, ενώ το ζήτημα της ιδιοκτησίας με το κομμάτι της πραγματικής οικονομίας. Τα δύο μπορεί μεν να είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους αλλά όχι διάφορα. Διαβάζουμε στο κείμενο «Οι έννοιες του χρήματος, της εμπορευματικής ανταλλαγής, της αξίας και της αφηρημένης εργασίας σχετίζονται άμεσα µε αυτή τη συζήτηση». Όλες οι παραπάνω μαρξικές έννοιες έχουν να κάνουν με τον απόλυτο προσδιορισμό της αξίας ενός εμπορεύματος όπως αυτή σχηματίζεται από τις καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής. Η αναζήτηση του γενικού ισοδύναμου, και όλα τα ζητήματα – προβλήματα που έχουν προκύψει , είναι μια προσπάθεια αποκάλυψης του τρόπου λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της διαμεσολάβησης του από το χρήμα. Η ανακάλυψη της απόλυτης αλήθειας, γίνεται σε όρους εξισώσεων και με τη χρήση εννοιών όπως αυτή της αφηρημένης εργασίας και της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, με τελικό σκοπό την νομιμοποίηση της όποιας προσέγγισης. Μαζί με την όποια κριτική στην ατομική ιδιοκτησία, πρέπει να γίνεται και κριτική στις θεωρίες περί γενικών ισοδυνάμων. Οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους είναι κοινωνικές και όχι οικονομικές. Η κατοχή των μέσων παραγωγής, εμπεριέχει την έννοια της ιδιοκτησίας, ακόμη και αν αυτά βρίσκονται στα χέρια της κοινότητας. Δεν είναι μόνο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής που μετασχηματίζει τη συνειδητή χρήσιμη εργασία , στο γενικό ασυνείδητο, ανταλλακτική αξία, αφηρημένη εργασία. Κοινωνικός καταμερισμός και κοινωνικός συνδυασμός υπήρχαν, και υπάρχουν και σε άλλες μορφές οργάνωσης της παραγωγής.

• Διαβάζουμε στο κείμενο «Η ρήξη αυτή και η γενίκευσή της δεν συμβαίνει ωστόσο χωρίς οργάνωση, χωρίς µια μετωπική σύγκρουση ενάντια στην καπιταλιστική τάξη και το κράτος σε ευρύτερη κλίμακα». Αν κάποιος πιστεύει ότι η αιτιολογική βάση της κοινωνικής επανάστασης θα είναι οι αριθμοί και το γενικά ισοδύναμα, θα πρέπει να γνωρίζει ότι οι αριθμοί δεν παράγουν θεωρία. Η κοινωνία ιδωμένη μέσα από τα μάτια της οικονομίας μοιάζει σαν να μην μπορεί να ξεφύγει από κάποια εξωγενώς δεδομένη ντετερμινιστική εξέλιξη. Η κριτική στην αυτοοργάνωση με δεδομένο ότι γίνεται από κάποιους οι οποίοι καλούν σε οργάνωση , μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ως αντίφαση. Τέλος, οι καπιταλιστές δεν «κατηγορούνται» για κακή οικονομική διαχείριση, αλλά για την εξουσιαστική λογικής τους.

• Ωστόσο δημιουργούνται διάφορες απορίες. Στο κείμενο διαβάζουμε «Μέσα από έναν τέτοιο αγώνα, η κατάσταση των προλεταρίων θα µπορούσε να µετατραπεί από κάτι που παλεύουν να οργανώσουν, να υπερασπιστούν ή να απελευθερώσουν σε κάτι που θα παλεύουν να καταργήσουν». Στη μαρξική προσέγγιση οι προλετάριοι ως μη-τάξη έρχονται ως άρνηση προς το υπάρχον σύστημα. Με άλλα λόγια, η τάξη που δεν έχει ιδιοκτησία θα έρθει να καταργήσει τις άλλες τάξεις. Με μια δόση ανάστροφου εγελιανισμού, αυτή η προϋπόθεση χρειάζεται τόσο τη συνειδητοποίηση της εγγενούς ουσίας αυτής της άρνησης, όσο και μια διαδικασία αναγνώρισης μέσω της διαλεκτικής κυρίου και δούλου. Ένα προβληματικό σημείο είναι το πώς έρχεται αυτή η συνειδητοποίηση, όπως και ο τρόπος με τον οποίο αυτή επιτυγχάνεται. Το πρόταγμα της οργάνωσης έναντι στης αυτοοργάνωσης εγείρει δύο σημαντικά ερωτήματα: αυτή η οργάνωση θα έρθει διαμέσου των προλετάριων ή από έναν εξωτερικό όρο; Μ’ άλλα λόγια, αναρωτιόμαστε αν εγείρεται η αξίωση περί μιας πεφωτισμένης πρωτοτοπορίας η οποία θα αφυπνίσει αυτή την εγγεγραμμένη ουσία που έχει περιπέσει σε λήθη κι αναμένει να ενεργοποιηθεί. Διότι εάν δεν εγείρεται η αξίωση περί πρωτοτοπορίας, άρα και μιας δομημένης κοινωνικής ιεραρχίας, τότε αν η οργάνωση που προτάσσεται είναι από τους προλετάριους προς τους ίδιους τους προλετάριους, όχι μόνο δεν έρχεται σε «αντιπαράθεση» με την αυτοοργάνωση αλλά είναι αναγκαίος όρος της. Πιο απλά, το πρόταγμα της οργάνωσης από το κείμενο καταλήγει σχεδόν σε μια κενή ταυτολογία. Ναι μεν συμφωνούμε ότι η αυτοοργάνωση δεν είναι πανάκεια κι αν θέλει να έχει κάποιον επαναστατικό προσανατολισμό πρέπει ν’ αμφισβητεί την ιδιοκτησία και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά όταν μιλάμε με όρους επαναστατικού υποκειμένου τέτοια θολά σημεία – όπως το ζήτημα της πρωτοπορίας και μιας μεταφυσικής αφήγησης που προϋποθέτει ουσίες – εμφανίζονται κι είναι ζήτημα αν αυτά είναι πανουργία του λόγου.