Wow! That’s imperialism

Πολλές φορές η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που βλέπεις. Ένα ζήτημα είναι η ίδια η έννοια της πραγματικότητας. Αυτή η σημασία φαντάζει σε πολλά κεφάλια σαν μια αντικειμενική ύπαρξη όπου ο νους την αναγιγνώσκει σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια. Όμως η ίδια η πραγματικότητα δεν είναι αδιαχώριστη από την αφήγηση της. Την ίδια στιγμή που ενεργοποιείται μια αφήγηση της πραγματικότητας η τελευταία επιτελείται. Ωστόσο όταν μιλάμε για αφηγήσεις δεν τις κλείνουμε στον περίκλειστο κόσμο των μεμονωμένων υποκείμενων. Μια αφήγηση δημιουργείται ως τόπος από μια ροή λόγων οι όποιοι τέμνονται, αλληλοκαλύπτονται και αλληλουφαίνονται εντός του κοινωνικού δικτύου.
Στον καπιταλισμό, όπου η ένταση και η μορφή της ροής λόγων περνούν μέσα από συγκεκριμένους κόμβους «επικοινωνίας», δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κάνεις ότι διαμορφώνονται συγκεκριμένοι τύποι αφηγήσεων οι οποίοι εξυπηρετούν τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Αυτοί οι τύποι των αφηγήσεων υπακούν σε μια συγκεκριμένη ταξη του λόγου όπου η ίδια διακηρύσσει πως δεν υπάρχει άλλος ορίζοντας περά από τον καπιταλισμό. Με αυτό το τρόπο η γενικευμένη αδικία γίνεται θέσφατο και καταναγκαστική συναίνεση.
Αυτή η ταξη του λόγου συνεχώς κραυγάζει πως πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να βλέπουμε τι μπορεί να γίνει στο παρόν με όρους «αποδοτικότητας» και να μην προσανατολίζουμε το βλέμμα μας σε προοπτικές ανατροπής ενός κόσμου ο οποίος θεώρει ως φυσική κατάσταση το 1% να κατέχει το 99% του πλούτου σε όλα τα επίπεδα.
Παραδόξως, όμως, είναι λογικό για τον κυρίαρχο να εγκαθιδρύει ένα πλέγμα λόγων όπου μέσω αυτού να διαχέονται στον κοινωνικό ιστό τεχνολογίες αυτό-πειθαρχίας και συναίνεσης.
Το ζήτημα εκκινεί από την στιγμή που υπάρχουν αυτές οι φωνές και πρακτικές οι οποίες αντιτίθεται σε μια αφήγηση όπου θεώρει αυτήν την πραγματικότητα φυσιολογική.

Στο κάλεσμα ενάντια στην γερμανική πρεσβεία διαβάζουμε:
«Η Ε.Ε. δημιουργήθηκε εξ αρχής ως ιμπεριαλιστικό κέντρο, στο οποίο προσδέθηκαν πλήθος άλλες εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες. Από τη γέννησή της αποτελεί έναν διακρατικό μηχανισμό που χρησιμοποιεί ο εκάστοτε «τιμονιέρης» –εν προκειμένω το γερμανικό κεφάλαιο και οι λακέδες του– για να προωθεί τα συμφέροντά του σε βάρος όλων των εκμεταλλευόμενων της Ευρώπης. Τα στεγανά στα οποία έχει δημιουργηθεί η Ε.Ε., όπως και η πάγια καπιταλιστική, εκμεταλλευτική της κατεύθυνση και πολιτική αποδεικνύουν ότι μπορεί να λειτουργήσει μόνο υπέρ της θωράκισης του μεγάλου κεφαλαίου και διαψεύδουν κάθε ελπίδα για διαπραγμάτευση με αυτή σε φιλολαϊκή βάση»
Ένα μεγάλο ζήτημα είναι τι θεωρούμε επιτέλους ιμπεριαλισμό. Ήδη ο Hegel είχε διαγνώσει ότι εγγενές στοιχειό της αστικής κοινωνίας είναι να μεταθέτει τις εσωτερικές της αντιθέσεις σε μια εξωτερικότητα. Με άλλα λόγια είναι εγγενής τάση του κεφαλαίου να πηγαίνει παντού όπου βρίσκει κέρδος και να απομυζεί όπου βρίσκει έδαφος. Ωστόσο στην εποχή που διανύουμε αυτή η δυνατότητα του κεφαλαίου έχει εκτοξευτεί και για αυτό είναι το μόνο πλέον που δικαιούται να κάνει απεργία! Το κεφάλαιο όμως δεν είναι αδιαχώριστο από τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις.
Υπάρχει όμως μια απορία. Ποιος κρατικός μηχανισμός δεν είναι φύσει ιμπεριαλιστικός; Κατά μια έννοια είναι σαν να μένουμε στο επιφαινόμενο και να αφήνουμε πίσω τα θεμέλια που δημιουργούν αυτή τη πραγματικότητα. Το κεφάλαιο παίρνει εθνικό πρόσημο οπού οι λαοί της Ευρώπης (sic!) πρέπει να εναντιωθούν σε πορείες ενάντια σε πρεσβείες λες και διαγράφεται το γεγονός ότι η ίδια η ύπαρξη του κεφαλαίου προϋποθέτει την θυσία ζωών όχι μόνο στην Ευρώπη άλλα σε ολόκληρο το κόσμο με αμείωτη ένταση στο όνομα της διαρκούς προόδου.

Το εθνικό πρόσημο απογειώνεται στην απόφανση:
«οι λαοί της Ευρώπης, οι Έλληνες, Ισπανοί, Ιταλοί, Γερμανοί, Γάλλοι κλπ εργάτες δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Αντίθετα, έχουμε έναν κοινό εχθρό : την ιμπεριαλιστική πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου και των διεθνών και ντόπιων συμμάχων του».
Επιτέλους ανακαλύψαμε τον σατανά! Η ιμπεριαλιστική πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου. Τα θύματα οι ευρωπαίοι πολίτες. Το φάντασμα της εθνικής ευρωπαϊκής ταυτότητας εισβάλει από την κερκόπορτα μιας λανθάνουσας μαρξίζουσας αφήγησης. Όλα αυτά βάσει μια πολίτικης που επικαλείται το παρόν. Μια ανάλυση που αναζητά πολιτικές στα όρια του εφικτού (όπως η αγωνία μιας «φιλολαϊκής» διαπραγμάτευσης;). Έχοντας μια βάση ότι το ελληνικό κράτος είναι εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα όπως και άλλες χώρες του νότου διαγράφεται το γεγονός πως δεν είναι καθόλου αθώο. Από τους πνιγμούς μεταναστών στην μεσόγειο μέχρι την αποστολή «ανθρωπιστικών» αποστολών, αυτά τα φαινόμενα τι είναι; Πολιτικές του γερμανικού ιμπεριαλισμού;
Αν έχουμε να αντιταχτούμε στο κεφάλαιο δεν θα το κάνουμε επ΄ ουδενί ως ευρωπαίοι εργαζόμενοι. Όπως το κεφάλαιο είναι παγκοσμιοποιημένο έτσι πρέπει να είναι και οι αντιστάσεις. Αν είναι αντιταχτούμε στο κεφάλαιο θα το κάνουμε ως «γκέι στο Σαν Φρανσίσκο, μαύροι στη Νότια Αφρική, ασιάτες στην Ευρώπη, αναρχικοί στην Ισπανία, Παλαιστίνιοι στο Ισραήλ, γύφτοι στην Πολωνία, Εβραίοι στη Γερμανία, μετανάστες στην Ελλάδα».

Η πραγματικότητα δεν είναι που βλέπεις

«Όσοι έχουν την ελπίδα πως θα σωθούν με την αντιπαράθεση της πραγματικής γενειάδας του Μαρξ στην ψεύτικη μύτη του Στάλιν, χάνουν τον καιρό τους»

Foucault

 

Τελικά το φάντασμα που μας στοιχειώνει είναι ο ρεαλισμός. Ο ρεαλισμός εμφανίζεται μπροστά μας στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό γίγνεσθαι. Σε όλα, ο ρεαλισμός ταυτίζεται αφενός μεν το εφικτό, αφετέρου άρρητα στέκεται απέναντι σε κάθε άλλο πρόταγμα. Και πραγματικά, για τον καπιταλισμό και την εξουσία μπορείς να πεις πολλά, αλλά όταν η συζήτηση και η επιχειρηματολογία μεταφέρεται από το πεδίο της θεωρίας στο πεδίο της πραγματικότητας τα πράγματα αλλάζουν.

Μπορεί κανείς να δει τι διάκριση θεωρίας και πραγματικότητας στην καθημερινή πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Το κόμματα επιδίδονται καθημερινά σε συζητήσεις που στο κέντρο πάντα βρίσκεται ο όρος realpolitik. Στόχος είναι η κατοχή της κρατικής εξουσίας και η άσκηση αυτής μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Και οι όποιες εναλλακτικές προτάσεις δίνονται και αυτές ακόμη είναι ενταγμένες στον καπιταλισμό, όχι γιατί είναι προϊόν αφομοίωσης, αλλά γιατί είναι γνήσια τέκνα του. Τα κόμματα χρησιμοποιούν τη δικαιολογία της πραγματικότητας, συνήθως λέγεται και «μονόδρομος», σαν δομικό εργαλείο μετάλλαξης των όσων λένε προεκλογικά. Στην περίπτωση των κομμάτων δεν πρόκειται για ιδεολογική μεταστροφή αλλά απλά για μέθοδο διατήρησης και διαχείρισης της εξουσίας χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχει το κράτος στη διάθεσή του. Στη μεταστροφή αυτή παίρνουν μέρος τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τα οποία ή εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων φροντίζουν να δημιουργούν την πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα δεσμευμένο παιχνίδι εξουσίας.

Διαφορετικό ζήτημα είναι όταν ο όρος realpolitik υιοθετείται από κοινωνικές ομάδες που προταγματικά στέκονται απέναντι στην εξουσία συγκρουσιακά. Η θεωρία είναι πολύ φυσιολογικό να είναι κάτι δυναμικό γιατί το πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκροτείται εξελίσσεται , μεταλλάσσεται, ενσωματώνει και αναπαράγει κοινωνικές σχέσεις κατά συνέπεια και η κριτική θεώρηση του πλαισίου αυτού δεν μπορεί να παραμένει η ίδια. Στο κέντρο της θεωρίας βρίσκεται η αντίληψη της εξουσίας. Όταν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας – απεύθυνσης συνειδητά το αναλυτικό εργαλείο που επιλέγουμε έχει να κάνει με το εφικτό, τότε πίσω από αυτή την αποδοχή βρίσκεται ή ο τακτικισμός ή η ήττα. Σε κάθε περίπτωση ότι και βρίσκεται από πίσω δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εξέλιξη των προταγμάτων ομάδων και ατόμων που έχουν επιλέξει τη σύγκρουση. Η πραγματικότητα που έρχεται να ετεροκαθορίσει την αντίληψη και την πολιτική θεώρηση είναι προϊόν της εξουσίας.

Η ενσωμάτωση στοιχείων μαρξικής ανάλυσης εμπεριέχεται μέσα στην όποια θεώρηση περί εξουσίας , δεν θα μπορούσε να συμβαίνει και διαφορετικά άλλωστε μια και ο καπιταλισμός οριοθετεί το πλαίσιο της οικονομίας. Σε συμφωνία με τον Μαρξ το κεφάλαιο και κατ επέκταση οι καπιταλιστικές μέθοδοι παραγωγής είναι κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες αναπαράγονται σε τρεις διαστάσεις. Οι κλασσικές αναλύσεις (Hilferding, Luxemburg, Bukharin και Lenin).και μεταμαρξικές αντιλήψεις (Weber-Schumpeter) για τον καπιταλισμό και την εξελικτική του διαδικασία, τον ιμπεριαλισμό, υπερβαίνουν τον Μαρξ (συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου δημιουργία μονοπωλίων, δημιουργία σφαιρών επιρροής, επικράτηση του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμιοποίηση των «νόμων»[1]), θέλοντας να διαχωριστούν από την οικονομική προσέγγιση αφενός αλλά να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση κράτους και ατομικού κεφαλαίου. Οι αντιλήψεις αυτές θέλουν να μεταφέρουν το πεδίο της μαρξικής ανάλυσης από τη σφαίρα της οικονομίας στη σφαίρα της πολιτικής και της κοινωνίας, θεωρώντας ότι το περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού είναι πολιτικό (Rostow) . Η μετακίνηση αυτή όμως έρχεται αντιμέτωπη με την ταυτόχρονη απόρριψη της θεωρίας, την οποία θέλησε να εξελίξει.

Η σύγκρουση με την εξουσία ξεκινά από το μικροεπίπεδο. Η πολιτική ανάγνωση της ταξικής συγκρότησης δεν μπορεί να ξεφύγει από το βασικό ζήτημα της κεντρικής άσκησης της εξουσίας. Η συγκρότηση εχθρών με εθνικό πρόσημο και ταξικό προσανατολισμό είναι περιοριστική και σε καμία περίπτωση καμία συγκυρία δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Οι σχέσεις εξουσίας είναι αυτές που διαμορφώνουν την πραγματικότητα σε ατομικό επίπεδο, ορίζουν την ελευθερία και τονίζουν το μη βίαιο χαρακτήρα της. Οι σχέσεις εξουσίας κανονικοποιούν είτε ασυνείδητα είτε συνειδητά επιτρέποντας έτσι μέσα στην όποια επαναστατική προοπτική να εμφιλοχωρήσει ιδεολογία.

 

 

[1] Σαν «νόμο» του οικονομικού συστήματος ορίζουμε την ύπαρξη εγγενών αιτιακών σχέσεων και κανονικοτήτων.