Εκμηδενίζοντας το μηδέν

Ο Φύσσας ήταν ο πρώτος που βρέθηκε μαχαιρωμένος από τα νεοναζιστικά σκουπίδια; Σαφώς και όχι. Τα μαχαίρια τα φασιστών εδώ και πολύ καιρό έχουν βρει στόχο σε μετανάστες και σε ‘άλλους απόκληρους και αόρατους αυτής της κοινωνίας. Τι είναι αυτό που σοκάρει το φάντασμα που αποκαλούμε «κοινή» γνώμη;

Αν μη τι άλλο, οι επιθέσεις σε αυτούς που εντάσσονται στο «έξω» της κοινωνίας περνούσαν στα ψιλά των ειδήσεων.  Μόλις το μαχαίρι του νεοναζιστικού υπανθρώπου στόχευσε κάποιον που εντάσσεται στο μέσα δεν άργησε να δημιουργηθεί θέμα στα κεντρικά δελτία ειδήσεων και όχι μόνο.

Εύλογα δημιουργείται η εντύπωση πως δεν είναι όλες οι ζωές ίσες ακόμα και στον θάνατο. Αν και κάθε θάνατος έχει την δικιά του σημειολογία , αυτό που παρατηρείται στην προκείμενη, είναι πως οι επιθέσεις-ακόμα και οι δολοφονίες- στους «αόρατους» είχε γίνει μέρος της ρουτίνας της καθημερινής ροής των γεγονότων ενώ αντίθετα ο θάνατος του Φύσσα δεν άργησε να γίνει σημείο αναφοράς , ένα γεγονός το οποίο λειτούργησε ως σοκ.

Όμως μία από τις διακηρύξεις του διαφωτισμού είναι πως η ζωή είναι ιερή. Μια διακήρυξη που προϋποθέτει πως όλες οι ζωές είναι ίσες στην αστική κοινωνία. Αν όμως η αστική  κοινωνία  ήταν εντός αυτού του προτάγματος θα όφειλε να μην μετατρέψει την έννοια της ζωής -αν όχι σε εμπόρευμα- σε φτηνό τηλεοπτικό σποτ για χρεοκοπημένους θεατές.H αστική κοινωνία έχει ήδη φροντίσει να βάλει μια ιεραρχία πάνω στην έννοια της ζωής με το αντίστοιχο αντίτιμο σε κάθε διαβάθμιση αυτής της ιεραρχίας. Υπάρχει αντίτιμο για τα πάντα. Αντίτιμο για την αξιοπρέπεια, αντίτιμο για την αλληλεγγύη. Τα πάντα είναι προς πώληση. Πρωτοσέλιδα με φωτογραφίες νεκρών πουλάνε, εικόνες με οροθετικές πουλάνε. Για να πουλήσεις φυσικά πρέπει να υπάρχει αγοραστής. Ο αγοραστής δεν είναι ούτε ανυποψίαστος, ούτε αθώος. Είναι κομμάτι της μηχανής.

Από την στιγμή που η επικύρωση της ύπαρξης ως ανθρώπινης, οφείλει να διαμεσολαβηθεί από την κρατική οντότητα , η ίδια η ζωή χάνει το πέπλο της ιερότητας ως έννοια και μετατρέπεται σε ιδεολογία. Εφόσον η ιδιότητα του ανθρώπινου για να αποκτήσει ρεαλιστική υπόσταση ,πρέπει να  εντάσσεται εντός της ταυτότητας ενός κράτους έθνους, τότε το ίδιο το ανθρώπινο μετατρέπεται σε μία σημασία -ή και ακόμα αριθμό- κενού περιεχομένου.

Ο μετανάστης ως «ξένος» απολύει με αυτόν τον τρόπο την ιδιότητα του ανθρώπινου όντος . Το ακροδεξιό κατηγόρημα «λαθραίος» έρχεται να υποκαταστήσει στην ολότητα της, όλη την ύπαρξη του μετανάστη, “παράνομη” . Καθώς απογυμνώνεται από ,ένα «εμείς», το οποίο διασφαλίζει ως ταυτότητα , το κράτος ,ο μετανάστης όταν εισέρχεται σε μια αλλη κρατική επικράτεια, μετατρέπεται σε ένα «έξω». Πάντα κατά περίπτωση. Το “έξω” ορίζεται είτε με οικονομικά χαρακτηριστικά είτε με θρησκευτικά, είτε με φυλετικά . Μετατρέπεται σε ένα μη-υποκείμενο, το οποίο οφείλει να είναι «αόρατο». Αφού δεν μπορεί να αρχειοθετηθεί στην κατηγορία του πολίτη μιας κρατικής επικράτειας, όλη η ύπαρξη του εκμηδενίζεται και μπαίνει στο βωμό για να θυσιαστεί στο όνομα ενός ενιαίου και αδιαίρετου λαού όπου ο τελευταίος εκτός απο φάντασμα, είναι και ιδεολογία.

Έτσι για τους ηθικολόγους λακέδες της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, η ζωή του μετανάστη και όποιου άλλου αόρατου δεν έχει καμία αξία , παρά μόνο ως εργαλείο προπαγάνδας φορτισμένο με ακροδεξιές αφηγήσεις.

Με αυτό τον τρόπο ο θάνατος έχει διαφορετικό κοστολόγιο εφόσον οι ζωές έχουν διαφορετικές αξίες. Ο θάνατος , σε αυτή την περίπτωση, μετατρέπεται σε στατιστική για νυσταγμένους αναλυτές στα τηλεπαράθυρα, που σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιμη για την απόδοση της απαραίτητης επιστημονικοφάνειας. Αυτό το τρομακτικό απόλυτο εκμηδενίζεται , εκμηδενίζοντας ταυτόχρονα και την ίδια την έννοια της ζωής. Αν μια ζωή είναι αναλώσιμη στην αφήγηση της καπιταλιστικής Μηχανής, τότε καμιά ζωή -είτε εντασσόμενη στο «μέσα» είτε στο «έξω- δεν έχει ασφαλές καταφύγιο.

Ο εξοβελισμός των μεταναστών στα κέντρα κράτησης ώστε να μην ενοχλούν την ήσυχη ζωή των νοικοκυραίων δεν είναι παρά ένα μέρος αυτής της αφήγησης. Μιας αφήγησης που κομμάτι της, είναι και η νεοναζιστική αφήγηση η οποία βασίζεται και αυτή στον εθνικό μύθο και στις άλλες αηδίες περί φυλής και αίματος. Ένας μύθος που ώθησε στην στρατηγική της συλλογικής ευθύνης από το μεγαλύτερο σύνολο των ΜΜΕ ,με απόρροια να χαρακτηριστούν αυθαίρετα κοινωνικές ομάδες a priori εγκληματικές. Μια μέθοδος προπαγάνδας η οποία ακόμα εξακολουθεί να εφαρμόζεται με δώρο τα κροκοδείλια δάκρυα των τηλεπαρουσιαστών όταν φανερώνεται το πραγματικό αντίκρισμα αυτής της στρατηγικής εξουσίας. Απώτερος σκοπός της προπαγάνδας είναι η “καταδίκη της βίας”. Ποτέ το κράτος δεν νοιάστηκε για την ζωή κανενός. Το μόνο που το απασχολεί είναι η διατήρηση της κυριαρχίας του. Αυτή τη φορά ένα «τυχαίο γεγονός», η δολοφονία του Φύσσα, γίνεται αφορμή όχι για εξέγερση αλλά για κάνει το κράτος μια επίθεση στους πάντες. Η πραγματική ασέλγεια είναι το κράτος βρίσκει αυτό το γεγονός ως την καλύτερη αφορμή για να ξεπλύνει τους μπάτσους, τους δικαστές και να αναβαπτίσει την νόμιμη άσκηση βίας. Φυσικά όλες οι προηγούμενες δολοφονίες μεταναστών, όλοι οι προηγούμενοι βασανισμοί, είχαν χαρακτηριστεί «ως μεμονωμένα περιστατικά».

Όπως και να χει η ανάδυση των νεοναζιστικών σκουπιδιών οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στη σκατοψυχία των ελληναράδων οι οποίοι δεν έχουν κανένα άλλοθι για το αίμα που έχουν πάνω στα χέρια τους. Ξέροντας , πως οι πολιτικοί απόγονοι του Άουσβιτς και των SS δεν είναι η πρώτη φορά που δολοφονούν, όπως και το ότι δεν είναι τυχαίο ότι οι τραμπουκισμοί και οι δολοφονίες οποιοδήποτε «Άλλου» είναι εντασσόμενες στην κοσμοθεωρία τους , δεν μπορούμε να πιστέψουμε σε μια αφελή  κοινωνία η οποία λόγω άγνοιας τους νομιμοποίησε. Αν η εκμηδένιση της ζωής και του ίδιου του  θανάτου είναι ίδιον της σύγχρονης  βαρβαρότητας, τότε αυτοί που συναινούν και νομιμοποιούν την τελευταία, είναι συνένοχοι για κάθε σταγόνα αίματος που θα κυλήσει και κυλά ακόμα.

 

ΙΕΚ – Ινστιτούτο Έρευνας & Καταστροφής