Σκέψεις και σημειώσεις πάνω στην αρχή της πραγματικότητας και τις νέες μορφές μαγείας

1

Αν κάποτε ο άνθρωπος έμοιαζε αλυσοδεμένος στα δεσμά της μοίρας και των ουράνιων σωμάτων πλέον αυτό το ρόλο τον έχουν πάρει εξίσου μαγεμένες δυνάμεις. Η απομάγευση, η οποία πότε δεν ήρθε αλλά λειτούργησε ως ιδεολογία του δυτικού κοσμοειδώλου, ουσιαστικά επαναμάγευσε το κόσμο με ανεστραμμένους υλικούς όρους αλλά το ίδιο αφηρημένους. Το υποκείμενο -παρά τις διακηρύξεις του διαφωτισμού- δεν έγινε κύριος του εαυτού του αλλά στέκεται αδύναμο μπροστά στις αφηρημένες δυνάμεις της αγοράς. Η αλληγορία μεταξύ θεολογίας και οικονομίας σε επίπεδο ροής λόγων δεν φαντάζει πλέον να έχει τόσο μεγάλη απόσταση. Όπως κάποτε οι μεγάλοι προφήτες αναγγείλανε τόσο τον κόσμο-που-έρχεται όσο και τον τρόμο μιας επερχόμενης καταστροφής, έτσι και οι διάφοροι χυδαίοι εμπειριστές τηλεπαραθύρων και ιερείς της οικονομίας που προασπίζουν την αρχή της πραγματικότητας, βασίζουν τις προφητείες τους σε νούμερα τα οποία πάντα έχουν την υφή της υπόσχεσης. Το παρόν καταργείται ως κατηγορία και πάντα υπάρχει μια διαρκή προβολή του στο μέλλον. Η ίδια η πράξη τίθεται πάντα προς αναβολή. Η πόρτα του νόμου στην οποία στεκόταν ο Γιόζεφ Κ. υποδηλώνει αυτήν την προοπτική. Είναι η στιγμή που η υπόσχεση -είτε της καταστροφής είτε της σωτηρίας- μεταμορφώνει το παρόν σε μια αιωνία επανάληψη της επανάληψης και ταυτόγχρονα το αναιρεί. Εάν το παρόν δεν είναι ο τόπος της γέννησης του συμβάντος, άπλα μετατρέπεται σε μια φυλακή όπου το υποκείμενο περιμένει τις προφητείες να εκπληρωθούν ώστε να σπάσει η αιωνία επιστροφή της βαρβαρότητας.

2

η μαγεία δεν είναι παρά η μετάθεση της κοινωνικής δραστηριότητας σε μια υπερβατική και αφηρημένη εξωτερικότητα. Αυτή η μηχανή διάζευξης σφυρηλατεί τα όρια μεταξύ του ιερού και του βέβηλου. Ένα μεγάλο ζήτημα είναι κατά πόσο στον κόσμο της Εξουσίας και του Ιερού εισάγεται το πρόσωπο ή μια κενή μορφή. Αν παρατηρήσουμε την ιστορία πάντα υπήρχε ένα μαγεμένο αντικείμενο του οποίου η άξια χρήσης  ήταν ως κατώφλι μεταξύ του ιερού και του πραγματικού κόσμου. Αυτό μπορεί να ήταν το στέμμα, ο θρόνος η ένα στεφάνι. Το πρόσωπο είναι φθαρτό. Αν μπαίνει στην σφαίρα των θεών, μπαίνει ως ο εφήμερος αντιπρόσωπος τους επί της γης. Το κλειδί για αυτήν την είσοδο πάντα έμοιαζε να είναι ένα μαγεμένο αντικείμενο. Αν το μαγεμένο αντικείμενο αποκοπεί από το χρήστη του τότε και ο ίδιος μετατρέπεται σε homo sacer. Ο καπιταλισμός μετουσίωσε το κόσμο των θεών σε κόσμο των αγορών όπου την βούληση των πρώτων την διαδέχτηκε το αόρατο χέρι του Adam Smith. Όπως κάποτε ο θεός ήταν κριτής της ανθρωπινής μοίρας πλέον οι αγορές ως εξίσου οι νέες θεότητες παίρνουν εγκάρδια αυτό το ρόλο ως αφηρημένες και υπερβατικές οντότητες. Ιδού και πως το σύνολο των αποφάνσεων από τους προφήτες του χρέους διαμορφώνουν μια ομοτυπία με την τεχνική της εξομολόγησης ως τεχνολογία εξουσίας. Το άτομο Ροβινσώνας οφείλει διαρκώς να ομολογεί την πίστη του στο μαγεμένο αντικείμενο του καπιταλισμού που είναι το χρήμα.

3

Ο Graeber έλεγε πως ο καπιταλισμός εμφανίζει τον εαυτό του ως μοναδικό ορίζοντα. Το τέλος της ιστορίας δεν έρχεται ως παύση του γίγνεσθαι αλλά ως επανάληψη του είναι από το οποίο δεν υπάρχει απόδραση. Η μεσσιανική επιταγή μεταξύ της σωτηρίας η καταστροφής επανέρχεται με την μορφή συντριμμιών μπροστά στα πόδια του άγγελου της ιστορίας. Ο κόσμος εμφανίζεται ως μια ανεξάρτητη δύναμη από το πράττειν των ανθρώπων. Αυτό μοιάζει να είναι μια ικανή και αναγκαία συνθήκη ώστε το άτομο Ροβινσώνας να εκλαμβάνει την πραγματικότητα ως μια τυφλή εξωτερικότητα στην οποία είναι δέσμιος. Η αρχή της πραγματικότητας διαρκώς κραυγάζει πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από την ενσωμάτωση του υποκείμενου σε αυτήν την εξωτερικότητα αν θέλει να διασωθεί. Η αρχαϊκή τεχνολογία εξουσίας η οποία παρουσιάζει το αιώνιο παρόν ως ένα τόπο δίχως διαφυγή που πάντα εμπεριέχει την υπόσχεση της καταστροφής εάν το υποκείμενο εξεγερθεί ενάντια σε αυτήν την αρχή της πραγματικότητας. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως όταν μια στρατηγική παρουσιάζεται ως μονόδρομος πάντα ακολουθείται από μια αφήγηση της μελλοντικής βιβλικής καταστροφής που θα επέλθει. Η σύγχρονη τάξη του λόγου για να διατηρήσει την ισχύ της, ανακαλεί τα βιβλικά φαντάσματα ώστε οι μορφές πειθαρχίας και έλεγχου της να λαμβάνουν εμπράγματη υπόσταση. Άλλωστε  εάν και η αλλαγή ενός νομίσματος δεν σημαίνει έξοδο από το καπιταλισμό, αυτή η συνθήκη δεν εμποδίζει μια ρητορεία που παίζει playback την έξοδο από την Εδέμ ως απειλή. Η προτροπή των εκάστοτε λακέδων της αστικής τάξης να είμαστε ρεαλιστές δεν είναι πάρα η προτροπή για καταναγκαστική προσαρμογή στην αρχή της πραγματικότητας με θεολογικούς όρους.

4

Η εικονική εκδοχή της Harraway ανέφερε πως ένα από τα όνειρα του ανθρώπου είναι να κατασκευάσει κούκλες κατά εικόνα και ομοίωση του. Ο μύθος του Golem μοιάζει να επιβεβαιώνει σε ένα βαθμό αυτήν την μαρτυρία. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη που ήταν γραμμένη στο μέτωπο του Golem -αλλιώς αναφέρεται και ως ακατέργαστοήταν η αλήθεια. Το σημαντικό όμως ήταν πως αν αφαιρούταν το άλεφ από την προμετωπίδα του η λέξη που εμφανιζόταν ήταν ο θάνατος. Μόνο που πρέπει να φανταστούμε σε αυτήν την αλληγορία ότι την μορφή του Golem την παίρνει ο ίδιος ο κόσμος. Όσο άνθρωπος έχει την συνείδηση ότι κατασκευάζει ο ίδιος τον κόσμο και την αλήθεια του μέσα από την πρακτική του τόσο αυτός ο κόσμος θα είναι διαρκώς ακατέργαστος η για την ακρίβεια διαρκώς υπό διαμόρφωση. Η άλλη πλευρά του μύθου ωστόσο είναι πως όταν το είδωλο αποξενώνεται από το δημιουργό του και μετατρέπεται σε μια εξωτερική δύναμη -άλλωστε με αυτό το επιχείρημα δεν έλεγε ο Marx ότι ο καπιταλισμός είναι ένας κόσμος μαγεμένος;- φέρει το θάνατο. Εξ ου και η αναγραφή στο ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης που ακόμα πλανάται σαν φάντασμα στις συνειδήσεις των ζωντανών: arbeit macht frei

Wow! That’s imperialism

Πολλές φορές η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που βλέπεις. Ένα ζήτημα είναι η ίδια η έννοια της πραγματικότητας. Αυτή η σημασία φαντάζει σε πολλά κεφάλια σαν μια αντικειμενική ύπαρξη όπου ο νους την αναγιγνώσκει σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια. Όμως η ίδια η πραγματικότητα δεν είναι αδιαχώριστη από την αφήγηση της. Την ίδια στιγμή που ενεργοποιείται μια αφήγηση της πραγματικότητας η τελευταία επιτελείται. Ωστόσο όταν μιλάμε για αφηγήσεις δεν τις κλείνουμε στον περίκλειστο κόσμο των μεμονωμένων υποκείμενων. Μια αφήγηση δημιουργείται ως τόπος από μια ροή λόγων οι όποιοι τέμνονται, αλληλοκαλύπτονται και αλληλουφαίνονται εντός του κοινωνικού δικτύου.
Στον καπιταλισμό, όπου η ένταση και η μορφή της ροής λόγων περνούν μέσα από συγκεκριμένους κόμβους «επικοινωνίας», δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κάνεις ότι διαμορφώνονται συγκεκριμένοι τύποι αφηγήσεων οι οποίοι εξυπηρετούν τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Αυτοί οι τύποι των αφηγήσεων υπακούν σε μια συγκεκριμένη ταξη του λόγου όπου η ίδια διακηρύσσει πως δεν υπάρχει άλλος ορίζοντας περά από τον καπιταλισμό. Με αυτό το τρόπο η γενικευμένη αδικία γίνεται θέσφατο και καταναγκαστική συναίνεση.
Αυτή η ταξη του λόγου συνεχώς κραυγάζει πως πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να βλέπουμε τι μπορεί να γίνει στο παρόν με όρους «αποδοτικότητας» και να μην προσανατολίζουμε το βλέμμα μας σε προοπτικές ανατροπής ενός κόσμου ο οποίος θεώρει ως φυσική κατάσταση το 1% να κατέχει το 99% του πλούτου σε όλα τα επίπεδα.
Παραδόξως, όμως, είναι λογικό για τον κυρίαρχο να εγκαθιδρύει ένα πλέγμα λόγων όπου μέσω αυτού να διαχέονται στον κοινωνικό ιστό τεχνολογίες αυτό-πειθαρχίας και συναίνεσης.
Το ζήτημα εκκινεί από την στιγμή που υπάρχουν αυτές οι φωνές και πρακτικές οι οποίες αντιτίθεται σε μια αφήγηση όπου θεώρει αυτήν την πραγματικότητα φυσιολογική.

Στο κάλεσμα ενάντια στην γερμανική πρεσβεία διαβάζουμε:
«Η Ε.Ε. δημιουργήθηκε εξ αρχής ως ιμπεριαλιστικό κέντρο, στο οποίο προσδέθηκαν πλήθος άλλες εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες. Από τη γέννησή της αποτελεί έναν διακρατικό μηχανισμό που χρησιμοποιεί ο εκάστοτε «τιμονιέρης» –εν προκειμένω το γερμανικό κεφάλαιο και οι λακέδες του– για να προωθεί τα συμφέροντά του σε βάρος όλων των εκμεταλλευόμενων της Ευρώπης. Τα στεγανά στα οποία έχει δημιουργηθεί η Ε.Ε., όπως και η πάγια καπιταλιστική, εκμεταλλευτική της κατεύθυνση και πολιτική αποδεικνύουν ότι μπορεί να λειτουργήσει μόνο υπέρ της θωράκισης του μεγάλου κεφαλαίου και διαψεύδουν κάθε ελπίδα για διαπραγμάτευση με αυτή σε φιλολαϊκή βάση»
Ένα μεγάλο ζήτημα είναι τι θεωρούμε επιτέλους ιμπεριαλισμό. Ήδη ο Hegel είχε διαγνώσει ότι εγγενές στοιχειό της αστικής κοινωνίας είναι να μεταθέτει τις εσωτερικές της αντιθέσεις σε μια εξωτερικότητα. Με άλλα λόγια είναι εγγενής τάση του κεφαλαίου να πηγαίνει παντού όπου βρίσκει κέρδος και να απομυζεί όπου βρίσκει έδαφος. Ωστόσο στην εποχή που διανύουμε αυτή η δυνατότητα του κεφαλαίου έχει εκτοξευτεί και για αυτό είναι το μόνο πλέον που δικαιούται να κάνει απεργία! Το κεφάλαιο όμως δεν είναι αδιαχώριστο από τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις.
Υπάρχει όμως μια απορία. Ποιος κρατικός μηχανισμός δεν είναι φύσει ιμπεριαλιστικός; Κατά μια έννοια είναι σαν να μένουμε στο επιφαινόμενο και να αφήνουμε πίσω τα θεμέλια που δημιουργούν αυτή τη πραγματικότητα. Το κεφάλαιο παίρνει εθνικό πρόσημο οπού οι λαοί της Ευρώπης (sic!) πρέπει να εναντιωθούν σε πορείες ενάντια σε πρεσβείες λες και διαγράφεται το γεγονός ότι η ίδια η ύπαρξη του κεφαλαίου προϋποθέτει την θυσία ζωών όχι μόνο στην Ευρώπη άλλα σε ολόκληρο το κόσμο με αμείωτη ένταση στο όνομα της διαρκούς προόδου.

Το εθνικό πρόσημο απογειώνεται στην απόφανση:
«οι λαοί της Ευρώπης, οι Έλληνες, Ισπανοί, Ιταλοί, Γερμανοί, Γάλλοι κλπ εργάτες δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Αντίθετα, έχουμε έναν κοινό εχθρό : την ιμπεριαλιστική πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου και των διεθνών και ντόπιων συμμάχων του».
Επιτέλους ανακαλύψαμε τον σατανά! Η ιμπεριαλιστική πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου. Τα θύματα οι ευρωπαίοι πολίτες. Το φάντασμα της εθνικής ευρωπαϊκής ταυτότητας εισβάλει από την κερκόπορτα μιας λανθάνουσας μαρξίζουσας αφήγησης. Όλα αυτά βάσει μια πολίτικης που επικαλείται το παρόν. Μια ανάλυση που αναζητά πολιτικές στα όρια του εφικτού (όπως η αγωνία μιας «φιλολαϊκής» διαπραγμάτευσης;). Έχοντας μια βάση ότι το ελληνικό κράτος είναι εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα όπως και άλλες χώρες του νότου διαγράφεται το γεγονός πως δεν είναι καθόλου αθώο. Από τους πνιγμούς μεταναστών στην μεσόγειο μέχρι την αποστολή «ανθρωπιστικών» αποστολών, αυτά τα φαινόμενα τι είναι; Πολιτικές του γερμανικού ιμπεριαλισμού;
Αν έχουμε να αντιταχτούμε στο κεφάλαιο δεν θα το κάνουμε επ΄ ουδενί ως ευρωπαίοι εργαζόμενοι. Όπως το κεφάλαιο είναι παγκοσμιοποιημένο έτσι πρέπει να είναι και οι αντιστάσεις. Αν είναι αντιταχτούμε στο κεφάλαιο θα το κάνουμε ως «γκέι στο Σαν Φρανσίσκο, μαύροι στη Νότια Αφρική, ασιάτες στην Ευρώπη, αναρχικοί στην Ισπανία, Παλαιστίνιοι στο Ισραήλ, γύφτοι στην Πολωνία, Εβραίοι στη Γερμανία, μετανάστες στην Ελλάδα».

Η πραγματικότητα δεν είναι που βλέπεις

«Όσοι έχουν την ελπίδα πως θα σωθούν με την αντιπαράθεση της πραγματικής γενειάδας του Μαρξ στην ψεύτικη μύτη του Στάλιν, χάνουν τον καιρό τους»

Foucault

 

Τελικά το φάντασμα που μας στοιχειώνει είναι ο ρεαλισμός. Ο ρεαλισμός εμφανίζεται μπροστά μας στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό γίγνεσθαι. Σε όλα, ο ρεαλισμός ταυτίζεται αφενός μεν το εφικτό, αφετέρου άρρητα στέκεται απέναντι σε κάθε άλλο πρόταγμα. Και πραγματικά, για τον καπιταλισμό και την εξουσία μπορείς να πεις πολλά, αλλά όταν η συζήτηση και η επιχειρηματολογία μεταφέρεται από το πεδίο της θεωρίας στο πεδίο της πραγματικότητας τα πράγματα αλλάζουν.

Μπορεί κανείς να δει τι διάκριση θεωρίας και πραγματικότητας στην καθημερινή πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Το κόμματα επιδίδονται καθημερινά σε συζητήσεις που στο κέντρο πάντα βρίσκεται ο όρος realpolitik. Στόχος είναι η κατοχή της κρατικής εξουσίας και η άσκηση αυτής μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Και οι όποιες εναλλακτικές προτάσεις δίνονται και αυτές ακόμη είναι ενταγμένες στον καπιταλισμό, όχι γιατί είναι προϊόν αφομοίωσης, αλλά γιατί είναι γνήσια τέκνα του. Τα κόμματα χρησιμοποιούν τη δικαιολογία της πραγματικότητας, συνήθως λέγεται και «μονόδρομος», σαν δομικό εργαλείο μετάλλαξης των όσων λένε προεκλογικά. Στην περίπτωση των κομμάτων δεν πρόκειται για ιδεολογική μεταστροφή αλλά απλά για μέθοδο διατήρησης και διαχείρισης της εξουσίας χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχει το κράτος στη διάθεσή του. Στη μεταστροφή αυτή παίρνουν μέρος τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τα οποία ή εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων φροντίζουν να δημιουργούν την πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα δεσμευμένο παιχνίδι εξουσίας.

Διαφορετικό ζήτημα είναι όταν ο όρος realpolitik υιοθετείται από κοινωνικές ομάδες που προταγματικά στέκονται απέναντι στην εξουσία συγκρουσιακά. Η θεωρία είναι πολύ φυσιολογικό να είναι κάτι δυναμικό γιατί το πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκροτείται εξελίσσεται , μεταλλάσσεται, ενσωματώνει και αναπαράγει κοινωνικές σχέσεις κατά συνέπεια και η κριτική θεώρηση του πλαισίου αυτού δεν μπορεί να παραμένει η ίδια. Στο κέντρο της θεωρίας βρίσκεται η αντίληψη της εξουσίας. Όταν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας – απεύθυνσης συνειδητά το αναλυτικό εργαλείο που επιλέγουμε έχει να κάνει με το εφικτό, τότε πίσω από αυτή την αποδοχή βρίσκεται ή ο τακτικισμός ή η ήττα. Σε κάθε περίπτωση ότι και βρίσκεται από πίσω δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εξέλιξη των προταγμάτων ομάδων και ατόμων που έχουν επιλέξει τη σύγκρουση. Η πραγματικότητα που έρχεται να ετεροκαθορίσει την αντίληψη και την πολιτική θεώρηση είναι προϊόν της εξουσίας.

Η ενσωμάτωση στοιχείων μαρξικής ανάλυσης εμπεριέχεται μέσα στην όποια θεώρηση περί εξουσίας , δεν θα μπορούσε να συμβαίνει και διαφορετικά άλλωστε μια και ο καπιταλισμός οριοθετεί το πλαίσιο της οικονομίας. Σε συμφωνία με τον Μαρξ το κεφάλαιο και κατ επέκταση οι καπιταλιστικές μέθοδοι παραγωγής είναι κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες αναπαράγονται σε τρεις διαστάσεις. Οι κλασσικές αναλύσεις (Hilferding, Luxemburg, Bukharin και Lenin).και μεταμαρξικές αντιλήψεις (Weber-Schumpeter) για τον καπιταλισμό και την εξελικτική του διαδικασία, τον ιμπεριαλισμό, υπερβαίνουν τον Μαρξ (συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου δημιουργία μονοπωλίων, δημιουργία σφαιρών επιρροής, επικράτηση του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμιοποίηση των «νόμων»[1]), θέλοντας να διαχωριστούν από την οικονομική προσέγγιση αφενός αλλά να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση κράτους και ατομικού κεφαλαίου. Οι αντιλήψεις αυτές θέλουν να μεταφέρουν το πεδίο της μαρξικής ανάλυσης από τη σφαίρα της οικονομίας στη σφαίρα της πολιτικής και της κοινωνίας, θεωρώντας ότι το περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού είναι πολιτικό (Rostow) . Η μετακίνηση αυτή όμως έρχεται αντιμέτωπη με την ταυτόχρονη απόρριψη της θεωρίας, την οποία θέλησε να εξελίξει.

Η σύγκρουση με την εξουσία ξεκινά από το μικροεπίπεδο. Η πολιτική ανάγνωση της ταξικής συγκρότησης δεν μπορεί να ξεφύγει από το βασικό ζήτημα της κεντρικής άσκησης της εξουσίας. Η συγκρότηση εχθρών με εθνικό πρόσημο και ταξικό προσανατολισμό είναι περιοριστική και σε καμία περίπτωση καμία συγκυρία δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Οι σχέσεις εξουσίας είναι αυτές που διαμορφώνουν την πραγματικότητα σε ατομικό επίπεδο, ορίζουν την ελευθερία και τονίζουν το μη βίαιο χαρακτήρα της. Οι σχέσεις εξουσίας κανονικοποιούν είτε ασυνείδητα είτε συνειδητά επιτρέποντας έτσι μέσα στην όποια επαναστατική προοπτική να εμφιλοχωρήσει ιδεολογία.

 

 

[1] Σαν «νόμο» του οικονομικού συστήματος ορίζουμε την ύπαρξη εγγενών αιτιακών σχέσεων και κανονικοτήτων.

Σκέψεις και σημειώσεις πάνω στην απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων

1

Το δημοκρατικό κόμμα των μικροαστών και καθεστώς εξαίρεσης

Ποιος κραυγάζει για την “εισβολή” στο ναό της δημοκρατίας λίγων ανθρώπων με ακάλυπτα πρόσωπα για να ρίξουν μερικά φυλλάδια, να σηκώσουν ένα πανό και να φωνάξουν συνθήματα για τους απεργούς πείνας πολιτικούς κρατουμένους, που διανύουν ήδη 32 μέρες απεργίας και που η ζωή τους απειλείται κάθε στιγμή;
Οι πολιτικοί, δεσμοφύλακες του πολιτεύματος και του νόμου, που φοβούνται μήπως πέσει στα χέρια των “αναρχικών” το άβατο των μνημονίων τους (γι’ αυτό άνοιγαν τα κεφάλια χιλιάδων διαδηλωτών στο δρόμο), μήπως απειληθεί το άσυλο όλων των τρομονόμων της ζωής μας για την καθυπόταξη των αναλώσιμων σωμάτων μας μέσα στα κρατητήρια και τις φυλακές της δημοκρατίας τους, στους χώρους της μισθωτής σκλαβιάς και της καθημερινής εκμετάλλευσης, μέσα στα σχολεία του ρατσισμού και της ισοπέδωσης κάθε κριτικής σκέψης, στα κολαστήρια φύλαξης μεταναστών και προσφύγων, στις δικαστικές παρωδίες τους για να προστατεύσουν βασανιστές φασίστες, εκμεταλλευτές φραουλοχώραφων, βιαστές, ρατσιστές, σεξιστές…
Αυτοί βρήκαν την ενέργεια προκλητική και ακατανόητη, παλιοί στρατηγοί και νέοι φιλόδοξοι camaradas, που βιάζονται να καταδικάσουν κάθε αγώνα ενάντια στο καπιταλιστικό κράτος, τους μηχανισμούς ελέγχου και την ταξική κοινωνία. Κάθε εξεγερμένη στιγμή, κάθε σύγκρουση είναι παράλογη όταν τη βλέπει κανείς από την οπτική της λογικής του συστήματος, με την οποία επιβάλλεται η εκβιαστική συναίνεση της αστικοδημοκρατίας τους, δηλαδή η κοινωνική σύνθεση του κεφαλαίου. Κάθε χρόνος και χώρος που δεν εμβαπτίζεται μέσα στην εμπράγματη κοινωνική σχέση του εμπορεύματος για να βγει ως καθαρή αξία, από τα πάρκα μέχρι τα κοινωνικά κέντρα και τις καταλήψεις, τις δουλειές, τα συνδικάτα και τις γειτονιές, βάζει σε κίνδυνο -γι’ αυτούς που στήνουν το αφήγημα της αφαίρεσης που λέγεται κοινωνία- την ασφάλεια του πολίτη, καταργεί το κράτος, απειλεί τα θεμέλια της αστικής ελευθερίας και της ιερής νομιμότητας.
Φυσικά, αφού ο νόμος είναι φτιαγμένος για το κράτος και όχι το κράτος για το νόμο. Ανακαλύπτοντας τον ιδανικό εχθρό (τρομοκρατία) εκβάλλουν την εξαίρεση στις ετεροτοπίες των αστικών κελιών της ιδιοκτησίας και των πραγματικών φυλακών, η οποία δεν εκδιώχνεται αλλά διατηρείται μέσω του εγκλεισμού για να συντηρεί τον κανόνα της κοινωνικής τάξης. Οι αναρχικοί ποινικοποιούνται, οι φυλακισμένοι γίνονται εξω-κοινωνικοί, το κράτος πρέπει να γίνει πιο ισχυρό, πιο ισχυρό, πιο ισχυρό ενάντια σε ό,τι απειλεί τον αστικό του χαρακτήρα. Αυτό κάνει η φιλελεύθερη συνθήκη, συμπεριλαμβάνει την πραγματική δυνατότητα του να αναπαράγονται μέσα στο κράτος όλοι οι ταξικοί ανταγωνισμοί κεφαλαίου-εργασίας, δηλαδή στον θεσμό εκείνον που αναλαμβάνει να κωδικοποιεί και να κανονικοποιεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης σε καθολικά ανθρώπινα συμφέροντα (Bonefeld). Ο νόμος τους είναι αυτός της κατάστασης (of the situation) και κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει το καθεστώς έκτακτης ανάγκης (Schmitt), δηλαδή το κράτος, δηλαδή εν προκειμένω ο σύριζα.
Ο σύριζα είναι τώρα αυτός που έχει να αντιμετωπίσει αναρχικούς και “τρομοκράτες” για να αποκαταστήσει την τάξη στην πρυτανεία βάζοντας τους πανεπιστημιακούς να κάνουν διαμαρτυρίες ενάντια στους καταληψίες, ρίχνοντας μαύρο στον κατειλημμένο ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο και κάνοντας δεκάδες συλλήψεις, σε ευθεία γραμμή πλεύσης (ναι, αυτή την ανδρική) με την σαπίλα των δελτίων ειδήσεων και όλο το δεξιό-ακροδεξιό συρφετό που τρώει χαμογελώντας το επικοινωνιακό “λουκούμι”. Ο Σύριζα είναι αυτός που υπόσχεται να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση, βλέποντας την κοινωνία μέσα από το πρίσμα του οικονομισμού συντασσόμενος με το κυρίαρχο δόγμα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία μπορούν να περιμένουν. Ο Σύριζα είναι αυτός που φιμώνει τους νοσηλευόμενους στο νοσοκομείο φυλακών κορυδαλλού κατάσχοντας τα κινητά τηλέφωνα. Ο Σύριζα είναι αυτός που έφτασε στο σημείο να πει «Κάποιοι από τη Δεξιά χρησιμοποιούν Αντιεξουσιαστές»
Αλλά έχει χωθεί βαθιά μέσα στην αντίφαση του ιδεολογήματος που έχτισε ως “πρώτη φορά αριστερά”. Επειδή φαντάστηκε τον εαυτό του όχι ως την εκλογική επιλογή μιας απαξιωμένης και απογοητευμένης κοινωνίας αλλά ως εκείνη την αλλοιωμένη προσμονή της αστικής φιλελεύθερης ελπίδας (τόσο αλλοιωμένη όσο και οι ανεξάντλητες διασκευές της Διεθνούς στο σήμα του ραδιοφωνικού σταθμού) ενός δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους που στέκεται απέναντι στην προνομιούχα τάξη και γίνεται ένα με το λαό, εκφράζοντας το δίκαιο και το συμφέρον του.
Έτσι κάνουν τα δημοκρατικά κόμματα, λέει ο Μαρξ. Επειδή αντιπροσωπεύουν τη μικροαστική τάξη, δηλαδή μια μεταβατική τάξη που μέσα σ’ αυτήν αμβλύνονται ταυτόχρονα τα συμφέροντα των δύο τάξεων, φαντάζονται πως βρίσκονται πάνω από την ταξική αντίθεση. Γι’ αυτό δεν έχουν ανάγκη σε έναν επικείμενο αγώνα να εξετάσουν τα συμφέροντα και τις σχέσεις των διαφόρων τάξεων.
Δημοκράτες επαγγελματίες αριστεροί είναι αυτοί που γράφουν πως το κίνημα αλληλεγγύης στους απεργούς πείνας ούτε ενδιαφέρεται ούτε έχει καμιά πρακτική για το κίνημα στο σύνολό του. Ότι οι αλληλέγγυοι κάνουν “συντεχνιακή” αντιπολίτευση υπέρ ορισμένων ομάδων που θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους (sic!) ενάντια στο κοινό συμφέρον που προωθεί ο σύριζα. Ότι οι αλληλέγγυοι είναι αυτοί που υπονομεύουν την κατάκτηση του νοικυραίου να φύγουν τα κάγκελα μπροστά από τη βουλή, λες και η κατάληψη και η διαμαρτυρία είναι αυτή που έφερε τα ΜΑΤ, και όχι πως οι μπάτσοι όπως πρόσφατα ακούσαμε θεωρούνται θεσμός της δημοκρατίας (αντίστροφη αιτιότητα).
Ωστόσο, όλη η ανταγωνιστική παρουσία της εργασίας μέσα και ενάντια στην αστική κοινωνία κάνει αδύνατη τη συμφιλίωση πάνω στη βάση του κοινού συμφέροντος. Στην ταξική κοινωνία του κεφαλαίου, οι αντιφάσεις είναι ασυμφιλίωτες, ενώ κάτω από το φετιχισμό της αστικής δημοκρατίας και του αστικού κράτους ενώνονται σε κάποιο “κοινό συμφέρον” και εμφανίζονται συμφιλιωμένες. Γι’ αυτό, η τρομοκρατία, ως βιοπολιτική ελέγχου, είναι η ιδανική νομιμοποίηση της απρόσκοπτης καταναγκαστικής προστασίας της ελεύθερης αγοράς, βυθισμένης σε τεράστια χρέη (Bonefeld). Η υπερχρεωμένη εργατική τάξη, ως δημοκρατικό υποκείμενο, δεν είναι μόνο υποχρεωμένη να δουλεύει όλο και περισσότερο για όλο και λιγότερα, ούτε μόνο να προσαρμόζεται στην κυρίαρχη τάξη υπακούοντας στους νόμους και το σύνταγμα. Τώρα πρέπει και να τους λατρεύει. Aν δεν το κάνει –θεωρεί ο δημοκράτης– αφήνει χώρο στον “πραγματικό φασισμό” που παραμονεύει κάπου πίσω, εκεί στα σκοτεινά. Ας μην υπονομεύουμε μόνοι μας τη δημοκρατία λοιπόν κι ας ξεχάσουμε ότι το μόνο το κράτος μπορεί να θυσιάσει το νόμο του για να σώσει την κυριαρχία του.
Αυτό είναι το αριστερό αστικοδημοκρατικό ιδεολόγημα και οι αφηγήσεις του που βρίσκεται τώρα αντιμέτωπο με την ανάγκη -αν δεν θέλει να είναι ένα ανίσχυρο κράτος- να διατάξει σιωπητήριο, να απαιτήσει την άμβλυνση της συναίνεσης που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να λύσει τα ζητήματα και να συμφιλιώσει τις αντιφάσεις, “με γνώμονα την προστασία της ανθρώπινης ζωής, την υπεράσπιση του κράτους δικαίου και διασφάλισης της έννομης τάξης”.
Δεν είναι επομένως το “διεστραμμένο” ενδιαφέρον του κινήματος αλληλεγγύης και των απεργών πείνας να ανακαλύψει τα όρια του σύριζα. Τα όρια είναι υπαρκτά, είναι το κριτήριο της αλήθειας που ο ίδιος ο σύριζα έχτισε και τώρα πρέπει να το επαληθεύσει. Αλλά οι αντιφάσεις είναι ζωντανές κι όταν στην κορυφή του κράτους παίζετε βιολί, τι άλλο περιμένετε απ’ το να χορεύουν αυτοί που βρίσκονται από κάτω (Μαρξ);

2

Το ιερό της δημοκρατίας και φονεύσιμα σώματα

Η κατάσταση εξαίρεσης είναι μια συνθήκη όπου ο κυρίαρχος κατά τον Agamben είναι αυτός που διασφαλίζει την ισχύ των νόμων αλλά ταυτόχρονα μπορεί ανά πάσα στιγμή να την αναστείλει. Η κυρίαρχη βία είναι διαρκώς σε μια διαρκή συνθήκη εξαίρεσης από μια καθολική προσταγή απαγόρευσης της βίας.
Όταν οι απολογητές της αστικής ολιγαρχίας έρχονται να υπερασπίσουν το ιερό δικαίωμα του κράτους στο μονοπώλιο της βίας, ενεργοποιούν ένα αφήγημα στο οποίο σε κάποιο αφηρημένο χρόνο οι άνθρωποι οικιοθελώς απέσυραν το δικαίωμα τους στην χρήση της βίας για να υπάρξει αυτή η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ύπαρξη του λόγου του πολιτισμού ακόμα και της οργανωμένης κοινωνίας. Σε αυτό το μύθο όμως έπρεπε να υπήρχε και ένας εγγυητής ο οποίος θα εξαιρούνταν από αυτήν την καθολική προσταγή της απαγόρευσης της βίας ώστε να διασφαλίσει ότι αυτή η προσταγή θα γινόταν εμπράγματη με την δυνατότητα της χρήσης βίας.
Όμως όταν αυτός ο μύθος αποκτά ρεαλιστική υπόσταση, αυτό που φανερώνεται είναι ότι ο λεβιάθαν είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να κατασπαράξει αυτούς που υποτίθεται ότι θα προστατεύει. Το όνομα για το υπουργείο δημόσιας τάξης μετατράπηκε σε υπουργείο προστασίας του πολίτη το οποίο και επί αφορμή την απεργία πείνας μπήκε στην δικαιοδοσία του υπουργού δικαιοσύνης. Κάποιοι θα πουν ότι αυτό είναι στοιχειό ολοκληρωτικών καθεστώτων ή και ακόμα μια συνθήκη εκτάκτου ανάγκης.
Αν και αυτό δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα ωστόσο θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι αυτή η συνθήκη είναι εγγενές στοιχείο της κυρίαρχης βίας. Η βία δεν είναι ποτέ αδιαχώριστη από την πολιτιστική τάξη που την περιβάλλει. Αυτό σημαίνει επίσης πως και ο ίδιος ο ορισμός της βίας ανακαλεί την ηχώ της σύγκρουσης και των ανταγωνισμών στο εσωτερικό σε αυτό καλώς η κακώς ονομάζουμε κοινωνία.
Μια απαραίτητη συνθήκη της κυρίαρχης βίας είναι να εντάξει το ιδιο το σώμα εντός της βιοπολιτικής τάξης. Αυτό σημαίνει πως όλες οι φανφάρες για την ιερότητα της ζωής από τους ηθικολόγους λακέδες της αστικής τάξης μετατρέπονται σε ιδεολογήματα όταν μια ανταγωνιστική κίνηση ξεπροβάλλει. Αν για τον λεβιάθαν είμαστε δυνητικά φονεύσιμα σώματα και αναλώσιμες εργατικές δυνάμεις, αυτό φανερώνεται σε καταστάσεις όπως η τωρινή με την απεργία πείνας. Όλοι έχουν το δικαίωμα στην ζωή αρκεί να μην είναι τρομοκράτες!
Αν κάτι επιπίπτει στο σύμπαν της δημιουργικής ασάφειας είναι σημασίες όπως αυτή του τρομοκράτη. Ο τελευταίος πάντα οφείλει να είναι μια αφηρημένη μορφή ώστε να λαμβάνει το πρόσωπο που της δίνει η κυρίαρχη βία και οι λακέδες της. Ο «τρομοκράτης» αποκτά δαιμονικά χαρακτηριστικά ώστε να είναι ένα επικυρωμένο φονεύσιμο σώμα.
Η πτώση από το ανθρώπινο στο δαιμονικό ως στρατηγική εξουσίας δεν είναι τυχαία. Την στιγμή που αναρχικοί «εισβάλουν» στο προαύλιο χώρο του ναού της δημοκρατίας, θεωρείται θέσφατο ότι κάνουν βλασφημία από τους κάθε λογής νεοφιλελεύθερους -και όχι μόνο- diesel τουρμποανόητους που σουλατσάρουν στα τηλεοπτικά παράθυρα.
Αυτό που ενεργοποιείται σε αυτήν την συνθήκη δεν είναι η μόνο η συνθήκη εκτάκτου ανάγκης όπου η σχέση της με τον κανόνα είναι αδιαχώριστη από ότι φαίνεται. Αυτό που ενεργοποιείται επίσης είναι και το χέρι του δήμιου με «ανθρωπιστικά» περιτυλίγματα. Ιδού και η απαίτηση για μεγαλύτερη ένταση καταστολής στους βλάσφημους από τους διάφορους ιεροεξεταστές που απαιτούν την ομολογία περί αποκήρυξης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Η βλασφημία εν τέλει έγκειται στην άρνηση της περίληψης του σώματος στο ευρύτερο σώμα του νόμου και, όπως σε όλες τις μεγάλες θεολογίες, αυτό επισύρει τιμωρία από τις κάθε λογής θεϊκές δυνάμεις. Ο λεβιάθαν μέσα στο εμπράγματο μύθο του δεν είναι παρά μια κανιβαλική μηχανή του πολέμου επενδυμένη με τον μανδύα του ιερού. Εάν είναι να βεβηλωθούν τα ιερά της καπιταλιστικής θρησκείας από κάθε χειραφετητικό κίνημα, δεν είναι μόνο για να αποκαλύψει το τελευταίο την αναδιπλούμενη ταυτότητα του τρόμου σε κάθε ύφανση του μοντέρνου αλλά για να ανατρέψει όλη αυτή τη ανίερη συνθήκη

 

για την υποθεση Ρωμανου

Ο Νίκος Ρωμανός ξεκίνησε την απεργία πείνας από τις 10/11
διεκδικώντας την χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών, όπως ο νόμος
της αστικής ολιγαρχίας ορίζει. Αφότου για 20 μέρες το ζήτημα
έμενε στο σκοτάδι του “Δημόσιου Λόγου”, η υγεία του πλέον
έφτασε σε κρίσιμη κατάσταση, σύμφωνα με τη γιατρό του. Η
περίπτωσή του δεν είναι “μεμονωμένο περιστατικό”, βέβαια.
Εξαρχής πρόκειται για πολιτικό ζήτημα και ως τέτοιο το
αναδεικνύει ο ίδιος.

Ο Νίκος Ρωμανός συνεχώς επαναλαμβάνει την πολιτική του
ταυτότητα ως αναρχικός. Το κράτος, μετά την απόδραση του Ξηρού,
έκοψε τις άδειες σε όλους τους κρατούμενους που, σύμφωνα με τον
αστικό νόμο, προορίζονται για τις φυλακές τύπου Γ. Οι
τελευταίες δεν είναι ανεξάρτητες από το κοινωνικό πεδίο
εγκλεισμού, καθώς ορίζουν ποιοι θα “σωφρονιστούν” και ποιοι
όχι. Το κράτος καταδικάζει σύμφωνα με τον ποινικό νόμο και
κατηγοριοποιεί σύμφωνα με την πολιτική ταυτότητα. Για την
καταδίκη αρκούν οι καταθέσεις των μπάτσων. Για την
κατηγοριοποίηση αρκούν τα πιστεύω των δικαστών. Το Νίκο Ρωμανό
τον καταδίκασαν ως αναρχικό ληστή και, κατά “σύμπτωση”, εχθρό
του κράτους.

Ωστόσο, κράτος – πολιτικά κόμματα – διανόηση – μηχανισμοί
εξουσίας, ερμηνεύοντας το ζήτημα της απεργίας πείνας του
Ρωμανού ως ανθρωπιστικό ζήτημα, προσπαθούν να διαγράψουν το
πολιτικό του σώμα. Δίνοντας, έτσι, την ευκαιρία στην αστική
δικαιοσύνη να λειτουργήσει για ακόμη μια φορά ως ο νόμιμος
κάτοχος του μονωπολίου της συγχώρεσης. Αφού πρώτα η αστική
δικαιοσύνη λειτούργησε ως ο δικαιούχος της νόμιμης βίας και του
photoshop, τώρα προσπαθεί νόμιμα να αποπολιτικοποιήσει την
πολιτική καταδίκη του Ρωμανού. Όπως το photoshop αποτυχημένα
προσπάθησε να κρύψει τα pixel του βασανισμού του από τους
μπάτσους, έτσι η συγχώρεση των ιερέων της νομιμότητας έρχεται
να εξαφανίσει τα ίχνη της πολιτικής του κατεύθυνσης.

Το κείμενο δεν θα μπορούσε να τελειώνει διαφορετικά από τα
λόγια του ίδιου του Ρωμανού. “Προς όλους τους “αγωνιστές” των
σαλονιών, τους επαγγελματίες ανθρωπιστές, τις “ευαίσθητες”
προσωπικότητες της διανόησης και του πνεύματος: προκαταβολικά
στα τσακίδια”.

δωρο με το καφε σας ενα μπλουζακι με τον τσεγκεβαρα:μερος δευτερο

Υπάρχουν γενικά κείμενα όπου αυτοαποκαλούνται «αποκαταναλωτές»!!!!!! και μέσα βρίσκει κανείς αναφορές όπως «Αυτή ακριβώς η ιδέα θεωρεί την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία ως την υλική βάση της άμεσης δημοκρατίας.» (Ποιο μαρξιστικό δεν γίνεται). Επίσης, «Απορρίπτουμε τις σχέσεις εκμετάλλευσης είτε από την μεριά του παραγωγού είτε από την μεριά του καταναλωτή και διαμορφώνουμε τις τελικές τιμές κατοχυρώνοντας μια δίκαιη τιμή για τον παραγωγό και προσθέτοντας ένα ποσοστό 10% για την πληρωμή αυτών που εργάζονται για την λειτουργία του πρατηρίου.» και «Οι μεταποιητές παραγωγοί να οργανωθούν και να αναζητήσουν την μαζική παραγγελία πρώτων υλών που θα φέρει μικρότερο κόστος και άρα χαμηλότερη τιμή των προϊόντων τους.» (Μαθήματα καπιταλισμού περί οικονομιών κλίμακας).

Ενδιαφέρουσα είναι η αποστροφή που υπάρχει στο blog των εκδόσεων των συναδέλφων:
«Ως εκ τούτου, οι Εκδόσεις των Συναδέλφων – Αυτοδιαχειριζόμενη Κοινότητα του Βιβλίου παρότι είναι τύποις μια κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση λειτουργεί αντιιεραρχικά, χωρίς διευθύνοντες και διευθυνόμενους, αποφασίζει –στο πνεύμα της συναίνεσης– συλλογικά και δεν αποσκοπεί, φυσικά, στο κέρδος και στον πλουτισμό των μελών της αλλά στον ισότιμο και αξιοπρεπή βιοπορισμό τους. Ωστόσο το εγχείρημα, παρά τις προφανείς πολιτικές διαστάσεις του, δεν είναι αμιγώς πολιτικό.»

Η περιήγηση σε διάφορους άλλους ιστοχώρους άλλων κολεκτίβων εργασίας όπως Συνεργατικό Καφέ-Bar-Βιβλιοπωλείο “Belleville sin Patron” , «Σ Υ Ν Α Π Ε Ι Ρ Ο» , Συνεταιρισμός Αλληλέγγυας Οικονομίας “Συν-Άλλοις” , «KOΛΕΚΤΙΒΑ ΚΥΨΕΛΗ» δεν έρχεται να προσθέσει τίποτε περισσότερο στα παραπάνω. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο που βρίσκεται στον ιστοχώρο της κολεκτίβας «Ζερμιναλ». Είναι ένα συνεπές μαρξιστικό κείμενο htt://www.kolektivagerminal.blogspot.gr/ (για όποιον έχει το κουράγιο να το διαβάσει) , αλλά παρόλο που η λογική και η ανάλυση είναι μαρξιστική, αυτό που δεν αναφέρεται είναι ότι η «καταραμένη υπεραξία» μεταφέρεται εφόσον υπάρχει η χρήση του χρήματος.
Σε κάθε περίπτωση κοινή συνισταμένη σε όλα τα παραπάνω επιχειρηματικά εγχειρήματα, και κοινό πρόταγμα θα λέγαμε, είναι ο τρόπος που οι εργαζόμενοι είναι οργανωμένοι. Η οριζόντια οργάνωση – αυτοοργάνωση και η αυτοδιαχείριση προκρίνονται και προβάλλονται ως έμπρακτη απόδειξη ενός εναλλακτικού τρόπου λήψης αποφάσεων το οποίο μπορεί να βρει εφαρμογή σε πραγματική κλίμακα. Το πρόβλημα στην συγκεκριμένη ανάλυση είναι ότι αυτή η προσπάθεια διάχυσης ενός διαφορετικού τρόπου σκέψης έχει οικονομικό και όχι κοινωνικό ή πολιτικό χαρακτήρα. Κάτι άλλο που αποκτά προταγματικό χαρακτήρα σε αυτά τα εγχειρήματα είναι ότι τα μέσα παραγωγής δεν ανήκουν στα άτομα αλλά στο εγχείρημα αυτό καθεαυτό και άρα δεν υπάρχει σχέση ιδιοκτησίας. Είναι αυτό που λένε τα ορθόδοξα οικονομικά μην ταυτίζεται τον ιδιοκτήτη της εταιρίας με την εταιρία. Φυσικά και υπάρχει σχέση ιδιοκτησίας γιατί ο συνεταιρισμός – επιχείρηση ανήκει σε άτομα και όχι στην κοινωνία. Τότε δεν θα υπήρχε σχέση ιδιοκτησίας. Επιτρέπουν εγχειρήματα τέτοιου είδους τη χρήση του κεφαλαίου τους από τον οποιοδήποτε που έχει τις γνώσεις να το κάνει κατά κανόνα και όχι κατ εξαίρεση;
Έτσι ερχόμαστε στα δύο βασικά προβλήματα που παρουσιάζονται. Το πρώτο είναι η χρήση του χρήματος και το δεύτερο αφορά τον τρόπο υπολογισμού των μισθών και κατ επέκταση των τιμών. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι έχουν γίνει διάφορες άλλες προσπάθειες «αλληλέγγυας ή εναλλακτικής οικονομίας», όπως αυτοαποκαλούνται, που έχουν σαν στόχο την κατάργηση του χρήματος και την υιοθέτηση κάποιων άλλων μορφών προσδιορισμού της αξίας όπως μονάδες χρόνου. Παρόλο που ξεφεύγει από τους σκοπούς του κειμένου αυτού η κριτική σε κάτι τέτοιο, απλά να πούμε ότι αποτυγχάνουν διττά. Σε τέτοιου είδους προσπάθειες η σχέση ιδιοκτησίας υπάρχει παντού και είναι εντελώς ουτοπικό να προσδιοριστεί η αξία σε χρόνο, αν προηγούμενος δεν έχει γίνει παραδοχή περί ομοιογενούς εργασίας.
Είναι κοινά παραδεκτό (όχι από τους καπιταλιστές) ότι το κόστος παραγωγής καθορίζει την τιμή πώλησης και όχι το αντίστροφο. Στο κόστος παραγωγής περιλαμβάνονται οι μισθοί και τα έξοδα παγίων (η ανάλυση είναι χυδαία γιατί δεν υπάρχει περιθώριο για περισσότερο τεχνικά ζητήματα). Η διαμεσολάβηση του χρήματος καθιστά αδύνατη την οποιαδήποτε αναλογική σχέση ανάμεσα σε ώρα εργασίας και σε χρηματικό ωρομίσθιο, αλλά ακόμη και αν αυτό ήταν δυνατό, που θα σήμαινε ότι η κατάργηση του χρήματος είναι εφικτή, ανάμεσα σε τέτοιου είδους εγχειρήματα θα τίθετο το ζήτημα της εξειδίκευσης, το ζήτημα δηλαδή αν όλες οι ώρες εργασίας αξίζουν το ίδιο. Δυστυχώς, όλες οι προσπάθειες ανάλυσης του ζητήματος , πόσο μάλλον υπεράσπισης , δεν μπορεί να είναι απαλλαγμένο από τη μαρξική τύπου ανάλυση. Βλέπουμε παντού την λέξη υπεραξία, σαν την επιπλέον αξία που καρπώνονται τα αφεντικά, και ότι αυτή σταματά πλέον να υπάρχει όταν οι εργαζόμενοι έχουν αυτοοργανωμένες δομές. Αυταπάτη. Η υπεραξία δημιουργείται στην παραγωγή, λόγω της εγγενούς ιδιότητας της ανθρώπινης εργασίας να μεταβιβάζει μεγαλύτερη αξία όπου διαμεσολαβείται, και πραγματοποιείται στην κατανάλωση, βλέπε στην πώληση. Δηλαδή θα υπάρχει πάντα εφόσον σκεπτόμαστε σε όρους αξίας (μαρξικά) , χρήματος (καπιταλιστικά), μισθωτής εργασίας (μαρξικοκαπιταλιστικά). Επίσης, σε κείμενα κολεκτίβων – ομάδων που υποστηρίζουν την αλληλέγγυα οικονομία υπάρχουν αναφορές σε «αξιοπρεπείς» ή ακόμη και σε δίκαιες «τιμές». Δύο παρατηρήσεις, η πρώτη αφορά το μέτρο της τιμής, που, όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, από τη στιγμή που είναι το χρήμα δεν υφίσταται «δικαιοσύνη» πόσο μάλλον «αξιοπρέπεια» και η δεύτερη έχει να κάνει με τους φορείς της δικαιοσύνης. Ο καθορισμός της τιμής γίνεται μονοσήμαντα μέσα σε αυτές τις ομάδες, οι οποίες (χωρίς να αρνούμαστε τις καλές προθέσεις και πολύ περισσότερο χωρίς να υπάρχει πρόθεση κρίσης αυτών των προθέσεων) βάζουν το όριο ανάμεσα στην πώληση με σκοπό το κέρδος και την πώληση με σκοπό τη αξιοπρεπή εμπορική συναλλαγή. Για άλλη μια φορά το χρήμα έρχεται καθεαυτό να εμποδίσει κάθε τέτοιου είδους διαχωρισμό.. Εξασφαλίζω την επιβίωση μου μέσω του μισθού, και γι αυτό κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορα εναλλακτικά συστήματα για αυτόν. Από τα πιο «επαναστατικά» εργατο-κουπόνια μέχρι το σημερινό απενοχοποιημένο «δίκαιη τιμή». Η οποιαδήποτε δικαιολόγηση μισθολογικού συστήματος έρχεται να στηρίξει το υπάρχον και να όχι να το καταστρέψει. Η ισότητα και η ελευθερία δεν υπάρχει περίπτωση να έρθουν μέσα από μια ορθολογική αναδιανομή του πλούτου, γιατί ο πλούτος θα είναι πάντα εκεί.
Ο αντίλογος στα παραπάνω είναι ότι τα παραπάνω είναι καλά όσο είμαστε στο πλαίσιο της θεωρίας , ενώ τα εγχειρήματα της αλληλέγγυας – εναλλακτικής οικονομίας (οι φορείς τους φυσικά) έρχονται να αντιπαρατεθούν στο πραγματικό πεδίο με τον καπιταλισμό και να δώσουν λύσεις σε προβλήματα επιβίωσης και αξιοπρέπειας.
Κανένας δεν έρχεται να αμφισβητήσει τις λύσεις που έχουν προσφέρει σε πραγματικό επίπεδο οι κολεκτίβες στην όποια νομική τους μορφή. Αυτό που τίθεται υπό αμφισβήτηση είναι το πολιτικό πρόσημο που έχουν και το αν πρέπει να έχουν πολιτικό πρόσημο.
Δίνουν λύση στο πρόβλημα της επιβίωσης και μάλιστα μιας επιβίωσης με αξιοπρέπεια που μπορεί να δώσει σε κάποιον το περιθώριο – πολυτέλεια να αναπτύξει πολιτική δράση έξω από αυτά αλλά όχι εντός αυτών
Μία διαφορετική περίπτωση είναι εγχειρήματα τα οποία έχουν τιμή , αλλά σε αυτή δεν περιλαμβάνονται κόστη για μισθούς παρά μόνο τα έξοδα που έχουν να κάνουν με την παραγωγή. Για αυτές τις περιπτώσεις το κρίσιμο ρόλο τον έχει η χρήση του χρήματος. Θα προσπαθήσω να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται. Όταν γίνεται χρήση του χρήματος η οποιαδήποτε κοινωνική σχέση χάνει τον πραγματικό της χαρακτήρα και εμπορευματοποιείται. Το οτιδήποτε από κοινωνικό αγαθό αποκτά ανταλλακτική αξία και γίνεται εμπόρευμα. Επίσης, η χρήση του χρήματος , έχοντας εξαναγκαστικό χαρακτήρα (η υιοθέτησή του είναι υποχρεωτική), το ανακηρύσσει σε γενικό ισοδύναμο. Η ανάγκη του χρήματος, ως μέσου αναγκαστικής επικοινωνίας δεν έχει ίχνος αντίστροφης αιτιότητας (η χρήση του χρήματος είναι αναγκαστική, η ευθεία σχέση, αναγκαστικά χρησιμοποιώ το χρήμα, η αντίστροφη σχέση). Αυτόματα δεσμεύει τις σχέσεις, τις μετατρέπει σε εμπορευματικές και καθιστά τη χρήση των αγαθών ανταγωνιστική, κάτι που διακρίνει τα ιδιωτικά αγαθά, αφού κάποιοι αποκλείονται από την πρόσβαση σε αυτά με τη χρήση αντίτιμου.

δωρο με τον καφε σας μια μπλουζα Τσεγκεβαρα:μερος πρωτο

Ο «έξυπνος» καπιταλισμός

Πριν από κάθε άλλο ας ορίσουμε τι είναι το κέρδος καθεαυτό. Κέρδος είναι απλά η διαφορά των εσόδων από τα έξοδα μιας επιχείρησης. Επίσης, σύμφωνα με τα ορθόδοξα (καπιταλιστικά) οικονομικά, όταν ένας κλάδος παραγωγής λειτουργεί τέλεια (είναι το σημείο που λειτουργεί ο μηχανισμός των τιμών), τα κέρδη των επιχειρήσεων είναι μηδενικά. Κάποιος θα έλεγε ότι αυτό μοιάζει παράξενο, δηλαδή ο ίδιος ο καπιταλισμός να προβλέπει ότι το σημείο που προτείνει ως τέλειο να μην εξασφαλίζει την ύπαρξη κερδών. Κάθε άλλο από παράξενο είναι όμως, διότι δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στο τι θεωρεί κάποιος έξοδα, για παράδειγμα ως έξοδο της επιχείρησης είναι μισθός του ιδιοκτήτη 1.000.000 ευρώ όπως επίσης έξοδο για την επιχείρηση είναι η αμοιβή του κεφαλαίου. Τόσο απλά. Κατά συνέπεια ακόμη και αν κάτι πωλείται στο «κόστος» μπορεί να εμπεριέχει κέρδος γιατί δεν μπορεί κανείς να ξέρει τι έχει θεωρήσει ο παραγωγός ως κόστος.

Κολεκτίβες

Αστικοί συνεταιρισμοί ή κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση

Ας ασχοληθούμε λίγο με τα καταστατικά 2 κολεκτίβων, όπως αυτά είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο. Στην κατηγορία του αστικού συνεταιρισμού βρίσκεται η κολεκτίβα «το παγκάκι» κατά νόμο «Ο δρόμος ΣΥΝ.ΠΕ.».

Διαβάζω στο άρθρο 3

«Ο Συνεταιρισμός δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Έχει οικονομικούς σκοπούς που εξυπηρετούν απλώς την πραγμάτωση των μη κερδοσκοπικών επιδιώξεών του και αποβλέπει, κυρίως μέσω της συνεργασίας και της συλλογικής προσπάθειας των μελών του, στην διάδοση και ανάπτυξη της ιδέας της αλληλέγγυας οικονομίας»

Η οικονομική επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Λίγο πιο κάτω στο ίδιο άρθρο

«…ώστε τα προϊόντα και οι υπηρεσίες να φτάνουν στους χρήστες-καταναλωτές μαζί και με τα πρόσωπα και τον αγώνα των ανθρώπων που τα παράγουν και τα προσφέρουν και μάλιστα σε τιμές αξιοπρεπείς για τους παραγωγούς και τους εργαζόμενους και συγχρόνως συμφέρουσες για τους χρήστες-καταναλωτές»

Μάλιστα, η τιμή αποκτά αξιοπρέπεια.

Στη συνέχεια λέει

«Σε καμία όμως περίπτωση δεν επιδιώκει την επίτευξη εμπορικού κέρδους για τα μέλη του.»

Όπως αναφέρει και η πρώτη παράγραφος ο καπιταλισμός τους πρόλαβε.

Στο άρθρο 18, προβλέπεται η πρόσληψη υπαλλήλων

Στο άρθρο 24 αναφέρεται ρητά η ύπαρξη καθαρών κερδών η διανομή των οποίων μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους.

Για όλα τα παραπάνω και πολλά περισσότερα, τα οποία για λόγους οικονομίας του κειμένου δεν αναλύω, δε νομίζω ότι μπορεί να έχει τον οποιοδήποτε πολιτικό χαρακτήρα ενός τέτοιου είδους επιχειρηματικό σχέδιο.

Ας περάσουμε στο καταστατικό της κολεκτίβας «Στην Πρίζα» κατά νόμο «ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ Η/Υ Στην Πρίζα»

Πολλά από τα άρθρα του καταστατικού είναι απλή αντιγραφή του παραπάνω με τις κατάλληλες αλλαγές – προσθήκες , έτσι στο άρθρο 3 , συναντάμε το ίδιο ακατάληπτο περί οικονομικών σκοπών με μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

Στο συγκεκριμένο καταστατικό όπως και να έχει τα πράγματα είναι λίγο πιο ξεκάθαρα. Στη συνέχεια του άρθρου 3 (Σκοπός) διαβάζουμε:

«Την χρησιμοποίηση των κερδών για την ανάπτυξη της απασχόλησης και την διεύρυνση των εργασιών του Συνεταιρισμού.»

Επίσης λίγο πιο κάτω:

«Να συνάπτει προγραμματικές συμβάσεις με αντισυμβαλλόμενους το Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τους ΟΤΑ α ́ και β’ βαθμού, για την υλοποίηση δράσεων που αναφέρονται στους καταστατικούς σκοπούς των αντισυμβαλλομένων .»

«Να εντάσσεται σε προγράμματα στήριξης της επιχειρηματικότητας, σε προγράμματα του Ο.Α.Ε.Δ. για τη στήριξη της εργασίας και στις κάθε είδους ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης»

Ευτυχώς που υπάρχει και το κράτος

Στο άρθρο 10 (Δικαιώματα συνεταίρων)

«Τα μέλη του Συνεταιρισμού που είναι και εργαζόμενοι σε αυτόν έχουν δικαίωμα σε ποσοστό μέχρι 35% συνολικά επί των καθαρών κερδών κάθε οικονομικής χρήσης, μετά την αφαίρεση ποσοστού 5% για τον σχηματισμό αποθεματικού κατά τα οριζόμενα στην παρ.2 του άρθρου 7 του Ν.4019/2011. Το ποσοστό του κάθε εργαζομένου-μέλους επί του άνω συνολικού ποσοστού 35% καθορίζεται με την απόφαση της τακτικής Γ.Σ. που εγκρίνει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις (ισολογισμός και λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσης)»

Και τελειώνοντας πάλι για λόγους οικονομίας κειμένου, στο άρθρο 12 (αρμοδιότητα Γ.Σ)

«Ο καθορισμός του ποσοστού επί των κερδών (μέχρι 35%) που μπορεί να διανέμεται κάθε χρόνο στους εργαζομένους-μέλη του Συνεταιρισμού ως κίνητρο παραγωγικότητας σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 7 του Ν.4019/2011 καθώς και το ποσοστό του κάθε εργαζομένου-μέλους επί του καθορισθέντος συνολικού ποσοστού»

Σημειώσεις και σκέψεις πάνω στο κείμενο των Blaumachen “Μια σύντομη κριτική της αυτοοργάνωσης στην Ελλάδα”

Εκμηδενίζοντας το μηδέν

Ο Φύσσας ήταν ο πρώτος που βρέθηκε μαχαιρωμένος από τα νεοναζιστικά σκουπίδια; Σαφώς και όχι. Τα μαχαίρια τα φασιστών εδώ και πολύ καιρό έχουν βρει στόχο σε μετανάστες και σε ‘άλλους απόκληρους και αόρατους αυτής της κοινωνίας. Τι είναι αυτό που σοκάρει το φάντασμα που αποκαλούμε «κοινή» γνώμη;

Αν μη τι άλλο, οι επιθέσεις σε αυτούς που εντάσσονται στο «έξω» της κοινωνίας περνούσαν στα ψιλά των ειδήσεων.  Μόλις το μαχαίρι του νεοναζιστικού υπανθρώπου στόχευσε κάποιον που εντάσσεται στο μέσα δεν άργησε να δημιουργηθεί θέμα στα κεντρικά δελτία ειδήσεων και όχι μόνο.

Εύλογα δημιουργείται η εντύπωση πως δεν είναι όλες οι ζωές ίσες ακόμα και στον θάνατο. Αν και κάθε θάνατος έχει την δικιά του σημειολογία , αυτό που παρατηρείται στην προκείμενη, είναι πως οι επιθέσεις-ακόμα και οι δολοφονίες- στους «αόρατους» είχε γίνει μέρος της ρουτίνας της καθημερινής ροής των γεγονότων ενώ αντίθετα ο θάνατος του Φύσσα δεν άργησε να γίνει σημείο αναφοράς , ένα γεγονός το οποίο λειτούργησε ως σοκ.

Όμως μία από τις διακηρύξεις του διαφωτισμού είναι πως η ζωή είναι ιερή. Μια διακήρυξη που προϋποθέτει πως όλες οι ζωές είναι ίσες στην αστική κοινωνία. Αν όμως η αστική  κοινωνία  ήταν εντός αυτού του προτάγματος θα όφειλε να μην μετατρέψει την έννοια της ζωής -αν όχι σε εμπόρευμα- σε φτηνό τηλεοπτικό σποτ για χρεοκοπημένους θεατές.H αστική κοινωνία έχει ήδη φροντίσει να βάλει μια ιεραρχία πάνω στην έννοια της ζωής με το αντίστοιχο αντίτιμο σε κάθε διαβάθμιση αυτής της ιεραρχίας. Υπάρχει αντίτιμο για τα πάντα. Αντίτιμο για την αξιοπρέπεια, αντίτιμο για την αλληλεγγύη. Τα πάντα είναι προς πώληση. Πρωτοσέλιδα με φωτογραφίες νεκρών πουλάνε, εικόνες με οροθετικές πουλάνε. Για να πουλήσεις φυσικά πρέπει να υπάρχει αγοραστής. Ο αγοραστής δεν είναι ούτε ανυποψίαστος, ούτε αθώος. Είναι κομμάτι της μηχανής.

Από την στιγμή που η επικύρωση της ύπαρξης ως ανθρώπινης, οφείλει να διαμεσολαβηθεί από την κρατική οντότητα , η ίδια η ζωή χάνει το πέπλο της ιερότητας ως έννοια και μετατρέπεται σε ιδεολογία. Εφόσον η ιδιότητα του ανθρώπινου για να αποκτήσει ρεαλιστική υπόσταση ,πρέπει να  εντάσσεται εντός της ταυτότητας ενός κράτους έθνους, τότε το ίδιο το ανθρώπινο μετατρέπεται σε μία σημασία -ή και ακόμα αριθμό- κενού περιεχομένου.

Ο μετανάστης ως «ξένος» απολύει με αυτόν τον τρόπο την ιδιότητα του ανθρώπινου όντος . Το ακροδεξιό κατηγόρημα «λαθραίος» έρχεται να υποκαταστήσει στην ολότητα της, όλη την ύπαρξη του μετανάστη, “παράνομη” . Καθώς απογυμνώνεται από ,ένα «εμείς», το οποίο διασφαλίζει ως ταυτότητα , το κράτος ,ο μετανάστης όταν εισέρχεται σε μια αλλη κρατική επικράτεια, μετατρέπεται σε ένα «έξω». Πάντα κατά περίπτωση. Το “έξω” ορίζεται είτε με οικονομικά χαρακτηριστικά είτε με θρησκευτικά, είτε με φυλετικά . Μετατρέπεται σε ένα μη-υποκείμενο, το οποίο οφείλει να είναι «αόρατο». Αφού δεν μπορεί να αρχειοθετηθεί στην κατηγορία του πολίτη μιας κρατικής επικράτειας, όλη η ύπαρξη του εκμηδενίζεται και μπαίνει στο βωμό για να θυσιαστεί στο όνομα ενός ενιαίου και αδιαίρετου λαού όπου ο τελευταίος εκτός απο φάντασμα, είναι και ιδεολογία.

Έτσι για τους ηθικολόγους λακέδες της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, η ζωή του μετανάστη και όποιου άλλου αόρατου δεν έχει καμία αξία , παρά μόνο ως εργαλείο προπαγάνδας φορτισμένο με ακροδεξιές αφηγήσεις.

Με αυτό τον τρόπο ο θάνατος έχει διαφορετικό κοστολόγιο εφόσον οι ζωές έχουν διαφορετικές αξίες. Ο θάνατος , σε αυτή την περίπτωση, μετατρέπεται σε στατιστική για νυσταγμένους αναλυτές στα τηλεπαράθυρα, που σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιμη για την απόδοση της απαραίτητης επιστημονικοφάνειας. Αυτό το τρομακτικό απόλυτο εκμηδενίζεται , εκμηδενίζοντας ταυτόχρονα και την ίδια την έννοια της ζωής. Αν μια ζωή είναι αναλώσιμη στην αφήγηση της καπιταλιστικής Μηχανής, τότε καμιά ζωή -είτε εντασσόμενη στο «μέσα» είτε στο «έξω- δεν έχει ασφαλές καταφύγιο.

Ο εξοβελισμός των μεταναστών στα κέντρα κράτησης ώστε να μην ενοχλούν την ήσυχη ζωή των νοικοκυραίων δεν είναι παρά ένα μέρος αυτής της αφήγησης. Μιας αφήγησης που κομμάτι της, είναι και η νεοναζιστική αφήγηση η οποία βασίζεται και αυτή στον εθνικό μύθο και στις άλλες αηδίες περί φυλής και αίματος. Ένας μύθος που ώθησε στην στρατηγική της συλλογικής ευθύνης από το μεγαλύτερο σύνολο των ΜΜΕ ,με απόρροια να χαρακτηριστούν αυθαίρετα κοινωνικές ομάδες a priori εγκληματικές. Μια μέθοδος προπαγάνδας η οποία ακόμα εξακολουθεί να εφαρμόζεται με δώρο τα κροκοδείλια δάκρυα των τηλεπαρουσιαστών όταν φανερώνεται το πραγματικό αντίκρισμα αυτής της στρατηγικής εξουσίας. Απώτερος σκοπός της προπαγάνδας είναι η “καταδίκη της βίας”. Ποτέ το κράτος δεν νοιάστηκε για την ζωή κανενός. Το μόνο που το απασχολεί είναι η διατήρηση της κυριαρχίας του. Αυτή τη φορά ένα «τυχαίο γεγονός», η δολοφονία του Φύσσα, γίνεται αφορμή όχι για εξέγερση αλλά για κάνει το κράτος μια επίθεση στους πάντες. Η πραγματική ασέλγεια είναι το κράτος βρίσκει αυτό το γεγονός ως την καλύτερη αφορμή για να ξεπλύνει τους μπάτσους, τους δικαστές και να αναβαπτίσει την νόμιμη άσκηση βίας. Φυσικά όλες οι προηγούμενες δολοφονίες μεταναστών, όλοι οι προηγούμενοι βασανισμοί, είχαν χαρακτηριστεί «ως μεμονωμένα περιστατικά».

Όπως και να χει η ανάδυση των νεοναζιστικών σκουπιδιών οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στη σκατοψυχία των ελληναράδων οι οποίοι δεν έχουν κανένα άλλοθι για το αίμα που έχουν πάνω στα χέρια τους. Ξέροντας , πως οι πολιτικοί απόγονοι του Άουσβιτς και των SS δεν είναι η πρώτη φορά που δολοφονούν, όπως και το ότι δεν είναι τυχαίο ότι οι τραμπουκισμοί και οι δολοφονίες οποιοδήποτε «Άλλου» είναι εντασσόμενες στην κοσμοθεωρία τους , δεν μπορούμε να πιστέψουμε σε μια αφελή  κοινωνία η οποία λόγω άγνοιας τους νομιμοποίησε. Αν η εκμηδένιση της ζωής και του ίδιου του  θανάτου είναι ίδιον της σύγχρονης  βαρβαρότητας, τότε αυτοί που συναινούν και νομιμοποιούν την τελευταία, είναι συνένοχοι για κάθε σταγόνα αίματος που θα κυλήσει και κυλά ακόμα.

 

ΙΕΚ – Ινστιτούτο Έρευνας & Καταστροφής

 

Αναμένοντας το μη ελευσόμενο.

 

 

Μπορεί να θεωρηθεί σύνηθες ότι  πολίτικες ομάδες αφού έχουν γράψει ένα κείμενο, το οποίο έχει επιβεβαιωθεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία,  φροντίζουν να το αναπαράγουν μαζί με τις θέσεις του. Αυτό θα μπορούσε  να χαρακτηριστεί ένα είδος ναρκισσιστικής γραφής επιβεβαιωτικού χαρακτήρα.

Παρολαυτα το σκάλισμα του παρελθόντος πρέπει να έχει κριτικό χαρακτήρα. Έχοντας αυτήν την αρχή θεωρούμε πως πέντε χρονιά μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη και την έλευση της κρίσης πρέπει να αναστοχαστούμε κριτικά τις δίκες μας αστοχίες και πλάνες.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη μια από τις πλάνες που γέννησε είναι ότι στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν αντανακλαστικά εναντίον της βαρβαρότητας. Εδώ η σκέψη λειτούργησε με βάσει το θεώρημα της εξισορρόπησης και μετάτρεψε τον εαυτό της σε ιδεολογία. Εστίασε στις οπτικές οι οποίες λειτουργούσαν θετικά σε αυτό που ήθελε να πιστέψει και φρόντισε να υποβαθμίσει οτιδήποτε άλλο. Η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν συμβάν το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαρροή στην κανονικότητα του καπιταλισμού αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγγενής δυνατότητα η οποία πάντα ενεργοποιείται υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Σε αυτή την πλάνη λειτούργησε το γεγονός της προσέγγισης με συναισθηματικούς όρους και όχι με ρεαλιστικούς. Οι πύρινοι λόγοι είχαν αυτοαναφορικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια το συμβάν ξεπέρασε μια παγιωμένη θέση που μέχρι και αυτή τη στιγμή έχει αλλάξει ελάχιστα ή οδήγησε σε εσωτερικές ρήξεις σε γενικότερο επίπεδο. Η συνέχεια της πλάνης και η αδυναμία ρεαλιστικής προσέγγισης οδήγησε στις μέρες μας αρκετοί να πιστεύουν σε αριστερά προτάγματα, βλέπε αριστερή κυβέρνηση, αναιρώντας βασικές θέσεις προς την εξουσία και τις δομές της. Η αγωνία αυτής της αδυναμίας εκδηλώθηκε στην πλάνη ότι ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει πιο ανθρώπινος, με εμφανές το ιδεολόγημα ότι μπορεί να υπάρξει κράτος χωρίς μπάτσους . Τουλάχιστον στο παραπάνω δεν υπήρξαν αυταπάτες και κρατήσαμε χαρακτήρα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχειό είναι ότι υποβαθμίστηκε η ικανότητα του κράτους να μαθαίνει από τις ίδιες του τις ελλείψεις και λάθη. Φροντίσαμε να θεωρήσουμε το καπιταλισμό και το κράτος ως στατικούς μηχανισμούς και την κοινωνία ως ένα εξωτερικό  όρο ο οποίος λειτούργει πάντα αμυντικά απέναντι στους δυο πρώτους. Στην πραγματικότητα το κράτος αναβάθμισε τους μηχανισμούς του χειραγώγησης, πρόληψης  και καταστολής μετά την εξέγερση. Ενώ παρά πολλοί αναμέναμε ότι με την κρίση και την πτώση του βιοτικού επίπεδου θα αναμενόταν κοινωνική έκρηξη, το κράτος είχε προετοιμαστεί για αυτό το ενδεχόμενο και είχε φροντίσει να εξοπλίσει τους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του, ώστε να μειώσει σε σημαντικό βαθμό οποιαδήποτε τέτοια πιθανή εξέλιξη. Η ελληνική κοινωνία είναι μια βαθειά συντηρητική κοινωνία. Αυτή η συνθήκη παραμελήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από ολους έκτος από το κράτος. Ο ηθικός πανικός που εφαρμόστηκε κατά την διάρκεια της κρίσης είχε ως σημαντικούς πυλώνες την έννοια του εθνικού χρέους και της συλλογικής ευθύνης. Μια στρατηγική η οποία αναμφίβολα μπορεί να θεωρηθεί πετυχημένη.

Επιπλέον ανάγοντας ένα συμβάν σε κανόνα αυτό ιδεολογικοποίει και εργαλοποίει τον τρόπο σκέψης και ερμηνείας της πραγματικότητας. Θεωρήσαμε με παράδειγμα την δολοφονία του Γρηγορόπουλου και την εξέγερση που ακολούθησε ότι η κοινωνία απάντα απέναντι σε μια μορφή βαρβαρότητας. Περά από την αγιοποίηση αυτού  που καλώς η κακώς λεμέ κοινωνία, αυτού του τύπου η ανάλυση, παραμέλησε διάφορα σημαντικά ζητήματα. η έκρηξη του Δεκέμβρη είχε και συντηρητικά χαρακτηριστικά. Το στοιχειό ότι ο Γρηγορόπουλος ήταν έφηβος, Έλληνας και πέθανε στα Εξάρχεια παραμελήθηκε ως τις προεκτάσεις που είχε. Αυτές οι ιδιότητες δημιούργησαν σημεία ταύτισης ενός μεγάλου κομματιού του σώματος της εξέγερσης του Δεκέμβρη τα οποία δεν ταίριαζαν στην εικόνα που είχαμε κατασκευάσει για αυτό το σώμα  οπότε δεν δόθηκε και η δέουσα σημασία.

Ένα άλλο μεγάλο σημείο είναι ότι η απόφανση «που είναι αυτοί να τα κάψουν» περά από το μηχανισμό μετάθεσης στον οποίο στηρίζεται, φανερώνει την ικανότητα μη κριτικής δυνατότητας η οποία βρήκε την αποθέωσή της στην επιλογή μέρους της ελληνικής κοινωνίας να ψηφίσει «αυτούς θα πλακώσουν τους πολιτικούς στο ξύλο». Η συμπάθεια που φανερώνεται δεν είναι παρά η απωθημένη βία η οποία λογω του μη κριτικού αναστοχασμου της, οδηγεί στην συμπάθεια στον φασισμό δεδομένου και του συντηρητισμού της ελληνικής κοινωνίας η οποία στην κρίση ξετύλιξε ότι φασιστικό στοιχειό ενυπήρχε μέσα της. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα για την κρίση , στόχοι να θεωρηθούν οι μετανάστες και οποιοδήποτε άλλος αδύναμος αποδιοπομπαίος τράγος από την ελληνική κοινωνία. Η κρίση ταυτότητας της ελληνικής κοινωνίας αναγνώστηκε πάρα πολύ γρήγορα από την πολιτική πραγματικότητα ενσωματώνοντας κοινοβουλευτικά τους «εξωσυστημικούς» νεοναζί. Η πλάνη των νοικοκυραίων ειναι η ανατροπη του συστηματος ενδοσυστημικά με εμφανή τη μικροαστική ονείρωξη των πρώτων για επιστροφή στην πρότερη ευδαιμονία με κάθε κόστος.  Τέτοια στοιχειά όμως  τα είχαμε δει και τα είχαμε γράψει όπως ήταν το πογκρόμ του 2004 και  το πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας πριν λίγα χρονιά. Ο δεκέμβρης αν κατάφερε να κάνει κάτι είναι να φέρει στο στόμα πολλών την «πολιτική βία». Έγινε κοινή παραδοχή ότι η εξέγερση είχε και πολιτικά χαρακτηριστικά. Το σύστημα μετά από αυτή  την αποδοχή δε δίστασε να συνομιλήσει με τους νεοναζί έτσι ώστε να μπορέσει από τη μία να μιλάει απενοχοποιημένα για την ύπαρξη πολιτικής βίας , αλλά από την άλλη να προβάλλει και την θεωρία των δύο άκρων.