Η πραγματικότητα δεν είναι που βλέπεις

«Όσοι έχουν την ελπίδα πως θα σωθούν με την αντιπαράθεση της πραγματικής γενειάδας του Μαρξ στην ψεύτικη μύτη του Στάλιν, χάνουν τον καιρό τους»

Foucault

 

Τελικά το φάντασμα που μας στοιχειώνει είναι ο ρεαλισμός. Ο ρεαλισμός εμφανίζεται μπροστά μας στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό γίγνεσθαι. Σε όλα, ο ρεαλισμός ταυτίζεται αφενός μεν το εφικτό, αφετέρου άρρητα στέκεται απέναντι σε κάθε άλλο πρόταγμα. Και πραγματικά, για τον καπιταλισμό και την εξουσία μπορείς να πεις πολλά, αλλά όταν η συζήτηση και η επιχειρηματολογία μεταφέρεται από το πεδίο της θεωρίας στο πεδίο της πραγματικότητας τα πράγματα αλλάζουν.

Μπορεί κανείς να δει τι διάκριση θεωρίας και πραγματικότητας στην καθημερινή πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Το κόμματα επιδίδονται καθημερινά σε συζητήσεις που στο κέντρο πάντα βρίσκεται ο όρος realpolitik. Στόχος είναι η κατοχή της κρατικής εξουσίας και η άσκηση αυτής μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Και οι όποιες εναλλακτικές προτάσεις δίνονται και αυτές ακόμη είναι ενταγμένες στον καπιταλισμό, όχι γιατί είναι προϊόν αφομοίωσης, αλλά γιατί είναι γνήσια τέκνα του. Τα κόμματα χρησιμοποιούν τη δικαιολογία της πραγματικότητας, συνήθως λέγεται και «μονόδρομος», σαν δομικό εργαλείο μετάλλαξης των όσων λένε προεκλογικά. Στην περίπτωση των κομμάτων δεν πρόκειται για ιδεολογική μεταστροφή αλλά απλά για μέθοδο διατήρησης και διαχείρισης της εξουσίας χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχει το κράτος στη διάθεσή του. Στη μεταστροφή αυτή παίρνουν μέρος τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τα οποία ή εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων φροντίζουν να δημιουργούν την πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα δεσμευμένο παιχνίδι εξουσίας.

Διαφορετικό ζήτημα είναι όταν ο όρος realpolitik υιοθετείται από κοινωνικές ομάδες που προταγματικά στέκονται απέναντι στην εξουσία συγκρουσιακά. Η θεωρία είναι πολύ φυσιολογικό να είναι κάτι δυναμικό γιατί το πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκροτείται εξελίσσεται , μεταλλάσσεται, ενσωματώνει και αναπαράγει κοινωνικές σχέσεις κατά συνέπεια και η κριτική θεώρηση του πλαισίου αυτού δεν μπορεί να παραμένει η ίδια. Στο κέντρο της θεωρίας βρίσκεται η αντίληψη της εξουσίας. Όταν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας – απεύθυνσης συνειδητά το αναλυτικό εργαλείο που επιλέγουμε έχει να κάνει με το εφικτό, τότε πίσω από αυτή την αποδοχή βρίσκεται ή ο τακτικισμός ή η ήττα. Σε κάθε περίπτωση ότι και βρίσκεται από πίσω δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εξέλιξη των προταγμάτων ομάδων και ατόμων που έχουν επιλέξει τη σύγκρουση. Η πραγματικότητα που έρχεται να ετεροκαθορίσει την αντίληψη και την πολιτική θεώρηση είναι προϊόν της εξουσίας.

Η ενσωμάτωση στοιχείων μαρξικής ανάλυσης εμπεριέχεται μέσα στην όποια θεώρηση περί εξουσίας , δεν θα μπορούσε να συμβαίνει και διαφορετικά άλλωστε μια και ο καπιταλισμός οριοθετεί το πλαίσιο της οικονομίας. Σε συμφωνία με τον Μαρξ το κεφάλαιο και κατ επέκταση οι καπιταλιστικές μέθοδοι παραγωγής είναι κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες αναπαράγονται σε τρεις διαστάσεις. Οι κλασσικές αναλύσεις (Hilferding, Luxemburg, Bukharin και Lenin).και μεταμαρξικές αντιλήψεις (Weber-Schumpeter) για τον καπιταλισμό και την εξελικτική του διαδικασία, τον ιμπεριαλισμό, υπερβαίνουν τον Μαρξ (συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου δημιουργία μονοπωλίων, δημιουργία σφαιρών επιρροής, επικράτηση του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμιοποίηση των «νόμων»[1]), θέλοντας να διαχωριστούν από την οικονομική προσέγγιση αφενός αλλά να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση κράτους και ατομικού κεφαλαίου. Οι αντιλήψεις αυτές θέλουν να μεταφέρουν το πεδίο της μαρξικής ανάλυσης από τη σφαίρα της οικονομίας στη σφαίρα της πολιτικής και της κοινωνίας, θεωρώντας ότι το περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού είναι πολιτικό (Rostow) . Η μετακίνηση αυτή όμως έρχεται αντιμέτωπη με την ταυτόχρονη απόρριψη της θεωρίας, την οποία θέλησε να εξελίξει.

Η σύγκρουση με την εξουσία ξεκινά από το μικροεπίπεδο. Η πολιτική ανάγνωση της ταξικής συγκρότησης δεν μπορεί να ξεφύγει από το βασικό ζήτημα της κεντρικής άσκησης της εξουσίας. Η συγκρότηση εχθρών με εθνικό πρόσημο και ταξικό προσανατολισμό είναι περιοριστική και σε καμία περίπτωση καμία συγκυρία δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Οι σχέσεις εξουσίας είναι αυτές που διαμορφώνουν την πραγματικότητα σε ατομικό επίπεδο, ορίζουν την ελευθερία και τονίζουν το μη βίαιο χαρακτήρα της. Οι σχέσεις εξουσίας κανονικοποιούν είτε ασυνείδητα είτε συνειδητά επιτρέποντας έτσι μέσα στην όποια επαναστατική προοπτική να εμφιλοχωρήσει ιδεολογία.

 

 

[1] Σαν «νόμο» του οικονομικού συστήματος ορίζουμε την ύπαρξη εγγενών αιτιακών σχέσεων και κανονικοτήτων.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *