Σκέψεις και σημειώσεις πάνω στην απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων

1

Το δημοκρατικό κόμμα των μικροαστών και καθεστώς εξαίρεσης

Ποιος κραυγάζει για την “εισβολή” στο ναό της δημοκρατίας λίγων ανθρώπων με ακάλυπτα πρόσωπα για να ρίξουν μερικά φυλλάδια, να σηκώσουν ένα πανό και να φωνάξουν συνθήματα για τους απεργούς πείνας πολιτικούς κρατουμένους, που διανύουν ήδη 32 μέρες απεργίας και που η ζωή τους απειλείται κάθε στιγμή;
Οι πολιτικοί, δεσμοφύλακες του πολιτεύματος και του νόμου, που φοβούνται μήπως πέσει στα χέρια των “αναρχικών” το άβατο των μνημονίων τους (γι’ αυτό άνοιγαν τα κεφάλια χιλιάδων διαδηλωτών στο δρόμο), μήπως απειληθεί το άσυλο όλων των τρομονόμων της ζωής μας για την καθυπόταξη των αναλώσιμων σωμάτων μας μέσα στα κρατητήρια και τις φυλακές της δημοκρατίας τους, στους χώρους της μισθωτής σκλαβιάς και της καθημερινής εκμετάλλευσης, μέσα στα σχολεία του ρατσισμού και της ισοπέδωσης κάθε κριτικής σκέψης, στα κολαστήρια φύλαξης μεταναστών και προσφύγων, στις δικαστικές παρωδίες τους για να προστατεύσουν βασανιστές φασίστες, εκμεταλλευτές φραουλοχώραφων, βιαστές, ρατσιστές, σεξιστές…
Αυτοί βρήκαν την ενέργεια προκλητική και ακατανόητη, παλιοί στρατηγοί και νέοι φιλόδοξοι camaradas, που βιάζονται να καταδικάσουν κάθε αγώνα ενάντια στο καπιταλιστικό κράτος, τους μηχανισμούς ελέγχου και την ταξική κοινωνία. Κάθε εξεγερμένη στιγμή, κάθε σύγκρουση είναι παράλογη όταν τη βλέπει κανείς από την οπτική της λογικής του συστήματος, με την οποία επιβάλλεται η εκβιαστική συναίνεση της αστικοδημοκρατίας τους, δηλαδή η κοινωνική σύνθεση του κεφαλαίου. Κάθε χρόνος και χώρος που δεν εμβαπτίζεται μέσα στην εμπράγματη κοινωνική σχέση του εμπορεύματος για να βγει ως καθαρή αξία, από τα πάρκα μέχρι τα κοινωνικά κέντρα και τις καταλήψεις, τις δουλειές, τα συνδικάτα και τις γειτονιές, βάζει σε κίνδυνο -γι’ αυτούς που στήνουν το αφήγημα της αφαίρεσης που λέγεται κοινωνία- την ασφάλεια του πολίτη, καταργεί το κράτος, απειλεί τα θεμέλια της αστικής ελευθερίας και της ιερής νομιμότητας.
Φυσικά, αφού ο νόμος είναι φτιαγμένος για το κράτος και όχι το κράτος για το νόμο. Ανακαλύπτοντας τον ιδανικό εχθρό (τρομοκρατία) εκβάλλουν την εξαίρεση στις ετεροτοπίες των αστικών κελιών της ιδιοκτησίας και των πραγματικών φυλακών, η οποία δεν εκδιώχνεται αλλά διατηρείται μέσω του εγκλεισμού για να συντηρεί τον κανόνα της κοινωνικής τάξης. Οι αναρχικοί ποινικοποιούνται, οι φυλακισμένοι γίνονται εξω-κοινωνικοί, το κράτος πρέπει να γίνει πιο ισχυρό, πιο ισχυρό, πιο ισχυρό ενάντια σε ό,τι απειλεί τον αστικό του χαρακτήρα. Αυτό κάνει η φιλελεύθερη συνθήκη, συμπεριλαμβάνει την πραγματική δυνατότητα του να αναπαράγονται μέσα στο κράτος όλοι οι ταξικοί ανταγωνισμοί κεφαλαίου-εργασίας, δηλαδή στον θεσμό εκείνον που αναλαμβάνει να κωδικοποιεί και να κανονικοποιεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης σε καθολικά ανθρώπινα συμφέροντα (Bonefeld). Ο νόμος τους είναι αυτός της κατάστασης (of the situation) και κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει το καθεστώς έκτακτης ανάγκης (Schmitt), δηλαδή το κράτος, δηλαδή εν προκειμένω ο σύριζα.
Ο σύριζα είναι τώρα αυτός που έχει να αντιμετωπίσει αναρχικούς και “τρομοκράτες” για να αποκαταστήσει την τάξη στην πρυτανεία βάζοντας τους πανεπιστημιακούς να κάνουν διαμαρτυρίες ενάντια στους καταληψίες, ρίχνοντας μαύρο στον κατειλημμένο ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο και κάνοντας δεκάδες συλλήψεις, σε ευθεία γραμμή πλεύσης (ναι, αυτή την ανδρική) με την σαπίλα των δελτίων ειδήσεων και όλο το δεξιό-ακροδεξιό συρφετό που τρώει χαμογελώντας το επικοινωνιακό “λουκούμι”. Ο Σύριζα είναι αυτός που υπόσχεται να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση, βλέποντας την κοινωνία μέσα από το πρίσμα του οικονομισμού συντασσόμενος με το κυρίαρχο δόγμα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία μπορούν να περιμένουν. Ο Σύριζα είναι αυτός που φιμώνει τους νοσηλευόμενους στο νοσοκομείο φυλακών κορυδαλλού κατάσχοντας τα κινητά τηλέφωνα. Ο Σύριζα είναι αυτός που έφτασε στο σημείο να πει «Κάποιοι από τη Δεξιά χρησιμοποιούν Αντιεξουσιαστές»
Αλλά έχει χωθεί βαθιά μέσα στην αντίφαση του ιδεολογήματος που έχτισε ως “πρώτη φορά αριστερά”. Επειδή φαντάστηκε τον εαυτό του όχι ως την εκλογική επιλογή μιας απαξιωμένης και απογοητευμένης κοινωνίας αλλά ως εκείνη την αλλοιωμένη προσμονή της αστικής φιλελεύθερης ελπίδας (τόσο αλλοιωμένη όσο και οι ανεξάντλητες διασκευές της Διεθνούς στο σήμα του ραδιοφωνικού σταθμού) ενός δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους που στέκεται απέναντι στην προνομιούχα τάξη και γίνεται ένα με το λαό, εκφράζοντας το δίκαιο και το συμφέρον του.
Έτσι κάνουν τα δημοκρατικά κόμματα, λέει ο Μαρξ. Επειδή αντιπροσωπεύουν τη μικροαστική τάξη, δηλαδή μια μεταβατική τάξη που μέσα σ’ αυτήν αμβλύνονται ταυτόχρονα τα συμφέροντα των δύο τάξεων, φαντάζονται πως βρίσκονται πάνω από την ταξική αντίθεση. Γι’ αυτό δεν έχουν ανάγκη σε έναν επικείμενο αγώνα να εξετάσουν τα συμφέροντα και τις σχέσεις των διαφόρων τάξεων.
Δημοκράτες επαγγελματίες αριστεροί είναι αυτοί που γράφουν πως το κίνημα αλληλεγγύης στους απεργούς πείνας ούτε ενδιαφέρεται ούτε έχει καμιά πρακτική για το κίνημα στο σύνολό του. Ότι οι αλληλέγγυοι κάνουν “συντεχνιακή” αντιπολίτευση υπέρ ορισμένων ομάδων που θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους (sic!) ενάντια στο κοινό συμφέρον που προωθεί ο σύριζα. Ότι οι αλληλέγγυοι είναι αυτοί που υπονομεύουν την κατάκτηση του νοικυραίου να φύγουν τα κάγκελα μπροστά από τη βουλή, λες και η κατάληψη και η διαμαρτυρία είναι αυτή που έφερε τα ΜΑΤ, και όχι πως οι μπάτσοι όπως πρόσφατα ακούσαμε θεωρούνται θεσμός της δημοκρατίας (αντίστροφη αιτιότητα).
Ωστόσο, όλη η ανταγωνιστική παρουσία της εργασίας μέσα και ενάντια στην αστική κοινωνία κάνει αδύνατη τη συμφιλίωση πάνω στη βάση του κοινού συμφέροντος. Στην ταξική κοινωνία του κεφαλαίου, οι αντιφάσεις είναι ασυμφιλίωτες, ενώ κάτω από το φετιχισμό της αστικής δημοκρατίας και του αστικού κράτους ενώνονται σε κάποιο “κοινό συμφέρον” και εμφανίζονται συμφιλιωμένες. Γι’ αυτό, η τρομοκρατία, ως βιοπολιτική ελέγχου, είναι η ιδανική νομιμοποίηση της απρόσκοπτης καταναγκαστικής προστασίας της ελεύθερης αγοράς, βυθισμένης σε τεράστια χρέη (Bonefeld). Η υπερχρεωμένη εργατική τάξη, ως δημοκρατικό υποκείμενο, δεν είναι μόνο υποχρεωμένη να δουλεύει όλο και περισσότερο για όλο και λιγότερα, ούτε μόνο να προσαρμόζεται στην κυρίαρχη τάξη υπακούοντας στους νόμους και το σύνταγμα. Τώρα πρέπει και να τους λατρεύει. Aν δεν το κάνει –θεωρεί ο δημοκράτης– αφήνει χώρο στον “πραγματικό φασισμό” που παραμονεύει κάπου πίσω, εκεί στα σκοτεινά. Ας μην υπονομεύουμε μόνοι μας τη δημοκρατία λοιπόν κι ας ξεχάσουμε ότι το μόνο το κράτος μπορεί να θυσιάσει το νόμο του για να σώσει την κυριαρχία του.
Αυτό είναι το αριστερό αστικοδημοκρατικό ιδεολόγημα και οι αφηγήσεις του που βρίσκεται τώρα αντιμέτωπο με την ανάγκη -αν δεν θέλει να είναι ένα ανίσχυρο κράτος- να διατάξει σιωπητήριο, να απαιτήσει την άμβλυνση της συναίνεσης που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να λύσει τα ζητήματα και να συμφιλιώσει τις αντιφάσεις, “με γνώμονα την προστασία της ανθρώπινης ζωής, την υπεράσπιση του κράτους δικαίου και διασφάλισης της έννομης τάξης”.
Δεν είναι επομένως το “διεστραμμένο” ενδιαφέρον του κινήματος αλληλεγγύης και των απεργών πείνας να ανακαλύψει τα όρια του σύριζα. Τα όρια είναι υπαρκτά, είναι το κριτήριο της αλήθειας που ο ίδιος ο σύριζα έχτισε και τώρα πρέπει να το επαληθεύσει. Αλλά οι αντιφάσεις είναι ζωντανές κι όταν στην κορυφή του κράτους παίζετε βιολί, τι άλλο περιμένετε απ’ το να χορεύουν αυτοί που βρίσκονται από κάτω (Μαρξ);

2

Το ιερό της δημοκρατίας και φονεύσιμα σώματα

Η κατάσταση εξαίρεσης είναι μια συνθήκη όπου ο κυρίαρχος κατά τον Agamben είναι αυτός που διασφαλίζει την ισχύ των νόμων αλλά ταυτόχρονα μπορεί ανά πάσα στιγμή να την αναστείλει. Η κυρίαρχη βία είναι διαρκώς σε μια διαρκή συνθήκη εξαίρεσης από μια καθολική προσταγή απαγόρευσης της βίας.
Όταν οι απολογητές της αστικής ολιγαρχίας έρχονται να υπερασπίσουν το ιερό δικαίωμα του κράτους στο μονοπώλιο της βίας, ενεργοποιούν ένα αφήγημα στο οποίο σε κάποιο αφηρημένο χρόνο οι άνθρωποι οικιοθελώς απέσυραν το δικαίωμα τους στην χρήση της βίας για να υπάρξει αυτή η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ύπαρξη του λόγου του πολιτισμού ακόμα και της οργανωμένης κοινωνίας. Σε αυτό το μύθο όμως έπρεπε να υπήρχε και ένας εγγυητής ο οποίος θα εξαιρούνταν από αυτήν την καθολική προσταγή της απαγόρευσης της βίας ώστε να διασφαλίσει ότι αυτή η προσταγή θα γινόταν εμπράγματη με την δυνατότητα της χρήσης βίας.
Όμως όταν αυτός ο μύθος αποκτά ρεαλιστική υπόσταση, αυτό που φανερώνεται είναι ότι ο λεβιάθαν είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να κατασπαράξει αυτούς που υποτίθεται ότι θα προστατεύει. Το όνομα για το υπουργείο δημόσιας τάξης μετατράπηκε σε υπουργείο προστασίας του πολίτη το οποίο και επί αφορμή την απεργία πείνας μπήκε στην δικαιοδοσία του υπουργού δικαιοσύνης. Κάποιοι θα πουν ότι αυτό είναι στοιχειό ολοκληρωτικών καθεστώτων ή και ακόμα μια συνθήκη εκτάκτου ανάγκης.
Αν και αυτό δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα ωστόσο θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι αυτή η συνθήκη είναι εγγενές στοιχείο της κυρίαρχης βίας. Η βία δεν είναι ποτέ αδιαχώριστη από την πολιτιστική τάξη που την περιβάλλει. Αυτό σημαίνει επίσης πως και ο ίδιος ο ορισμός της βίας ανακαλεί την ηχώ της σύγκρουσης και των ανταγωνισμών στο εσωτερικό σε αυτό καλώς η κακώς ονομάζουμε κοινωνία.
Μια απαραίτητη συνθήκη της κυρίαρχης βίας είναι να εντάξει το ιδιο το σώμα εντός της βιοπολιτικής τάξης. Αυτό σημαίνει πως όλες οι φανφάρες για την ιερότητα της ζωής από τους ηθικολόγους λακέδες της αστικής τάξης μετατρέπονται σε ιδεολογήματα όταν μια ανταγωνιστική κίνηση ξεπροβάλλει. Αν για τον λεβιάθαν είμαστε δυνητικά φονεύσιμα σώματα και αναλώσιμες εργατικές δυνάμεις, αυτό φανερώνεται σε καταστάσεις όπως η τωρινή με την απεργία πείνας. Όλοι έχουν το δικαίωμα στην ζωή αρκεί να μην είναι τρομοκράτες!
Αν κάτι επιπίπτει στο σύμπαν της δημιουργικής ασάφειας είναι σημασίες όπως αυτή του τρομοκράτη. Ο τελευταίος πάντα οφείλει να είναι μια αφηρημένη μορφή ώστε να λαμβάνει το πρόσωπο που της δίνει η κυρίαρχη βία και οι λακέδες της. Ο «τρομοκράτης» αποκτά δαιμονικά χαρακτηριστικά ώστε να είναι ένα επικυρωμένο φονεύσιμο σώμα.
Η πτώση από το ανθρώπινο στο δαιμονικό ως στρατηγική εξουσίας δεν είναι τυχαία. Την στιγμή που αναρχικοί «εισβάλουν» στο προαύλιο χώρο του ναού της δημοκρατίας, θεωρείται θέσφατο ότι κάνουν βλασφημία από τους κάθε λογής νεοφιλελεύθερους -και όχι μόνο- diesel τουρμποανόητους που σουλατσάρουν στα τηλεοπτικά παράθυρα.
Αυτό που ενεργοποιείται σε αυτήν την συνθήκη δεν είναι η μόνο η συνθήκη εκτάκτου ανάγκης όπου η σχέση της με τον κανόνα είναι αδιαχώριστη από ότι φαίνεται. Αυτό που ενεργοποιείται επίσης είναι και το χέρι του δήμιου με «ανθρωπιστικά» περιτυλίγματα. Ιδού και η απαίτηση για μεγαλύτερη ένταση καταστολής στους βλάσφημους από τους διάφορους ιεροεξεταστές που απαιτούν την ομολογία περί αποκήρυξης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Η βλασφημία εν τέλει έγκειται στην άρνηση της περίληψης του σώματος στο ευρύτερο σώμα του νόμου και, όπως σε όλες τις μεγάλες θεολογίες, αυτό επισύρει τιμωρία από τις κάθε λογής θεϊκές δυνάμεις. Ο λεβιάθαν μέσα στο εμπράγματο μύθο του δεν είναι παρά μια κανιβαλική μηχανή του πολέμου επενδυμένη με τον μανδύα του ιερού. Εάν είναι να βεβηλωθούν τα ιερά της καπιταλιστικής θρησκείας από κάθε χειραφετητικό κίνημα, δεν είναι μόνο για να αποκαλύψει το τελευταίο την αναδιπλούμενη ταυτότητα του τρόμου σε κάθε ύφανση του μοντέρνου αλλά για να ανατρέψει όλη αυτή τη ανίερη συνθήκη